Η υποκρισία για τη Δικαιοσύνη και το πραγματικό πρόβλημα

1936
γιάννης

Το τελευταίο διήμερο έχει προκληθεί μεγάλος θόρυβος στις Βρυξέλλες και σε άλλα ευρωπαϊκά κέντρα για την καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου σε βάρος του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Α. Γεωργίου.
Ακόμη και η Κομισιόν εξέφρασε δυσφορία για την απόφαση αυτή διαμηνύοντας ότι το θέμα θα εξεταστεί μεταξύ των Θεσμών (που επιτηρούν την Ελλάδα, ως δανειστές).
Η ιστορία με τον κ. Γεωργίου είναι ακόμα πιο περίπλοκη: οι δανειστές είχαν απαιτήσει (στηριζόμενοι πού;) να υπάρξει απαλλαγή του από οποιαδήποτε δικαστική περιπέτεια, κάτι που δεν έγινε!
Την ίδια ώρα στο εσωτερικό της χώρας η στάση αυτή των Βρυξελλών γίνεται δεκτή από μέρος της αντιπολίτευσης μάλλον με ικανοποίηση. Είναι και βολικό: οι ξένοι λένε πράγματα που θα ήθελαν να τα πουν πολλοί στο εσωτερικό. Κάποιοι τα λένε πάντως, επικρίνοντας ευθέως την απόφαση του δικαστηρίου. Η κυβέρνηση που ναι μεν ικανοποιείται από την καταδίκη από την καταδίκη Γεωργίου, αλλά ταυτόχρονα έχει υπογράψει με τους ξένους ότι θα τον στηρίξει κιόλας (πληρώνοντας τα δικαστικά του έξοδα για παράδειγμα!!!) δεν λέει κουβέντα, κάνοντας την αδιάφορη, όταν σε όλα τα άλλα σχεδόν τα θέματα είναι λαλίστατη.
Τυχαίνει τώρα το εξής: Η αντιπολίτευση που κατηγορεί την κυβέρνηση ότι κρίνει δικαστικές αποφάσεις να μην κατηγορεί τις Βρυξέλλες ότι (κακώς) κάνουν και κείνες το ίδιο. Τουναντίον κάνει και κείνη το ίδιο με την κυβέρνηση, δυσφορεί δηλαδή με τη σειρά της για μία δικαστική απόφαση.
Από την άλλη η κυβέρνηση που διεκδικεί το δικαίωμα να κρίνει τις αποφάσεις της δικαιοσύνης, να μην μιλά τώρα καθόλου, αφού με τη δική της στάση, έδωσε το δικαίωμα στον οποιονδήποτε να αμφισβητεί ευθέως τις δικαστικές αποφάσεις. Η κυβέρνηση έχει το άλλο συνήθειο βέβαια: να λέει ανοιχτά και με ένταση την άποψη (ή την επιθυμία της) για το ποια δικαστική απόφαση θέλει να εκδοθεί σε κάθε θέμα.
Με τούτα και με κείνα η Δικαιοσύνη στη χώρα, η οποία έχει τεράστια προβλήματα στη λειτουργία της και συχνά κινείται σε άκρως συντηρητικά μονοπάτια, ειδικά στα εργασιακά θέματα, απέκτησε ένα ακόμα: τη σφοδρή σύγκρουση των πολιτικών δυνάμεων για το ποιος θα ελέγξει τους μηχανισμούς της. Αντί οι πολιτικές δυνάμεις να βοηθήσουν ως οφείλουν και με βάση το ρόλο που έχουν κάθε φορά (ως κυβέρνηση κυρίως, ή και ως αντιπολίτευση), ώστε η Δικαιοσύνη να αποκτήσει για παράδειγμα ταχύτητα, προσωπικό, υποδομές και πάει λέγοντας, έχουμε ένα ανοιχτό και παρασκηνιακό ταυτόχρονα πόλεμο για τον έλεγχό της και την προσαρμογή της στις πολιτικές επιδιώξεις της κάθε πλευράς.
Η δε νομολογία που παράγεται αυτό τον καιρό είναι εντελώς ρευστή και απρόβλεπτη, αφού καθορίζεται κυρίως από τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων.
Η κυβέρνηση με συγκεκριμένες κινήσεις έχει επιδοθεί στην κατάληψη θυλάκων, ώστε να καταφέρει πλήγματα κατά των αντιπάλων της, ενώ και η σημερινή αντιπολίτευση (στο τιμόνι της διακυβέρνησης επί χρόνια πριν) κάνει ό,τι μπορεί. Η πρώτη έχει αυταπάτες εάν νομίζει ότι αυτή η λογική οδηγεί πουθενά και για πολύ, συμπεριφερόμενη ενίοτε εντελώς άγαρμπα και ανοίγοντας ολισθηρούς δρόμους στη σχέση της εκτελεστικής με την δικαστική εξουσία.
Η δεύτερη βλέπει τη δικαιοσύνη ως ένα από τα λίγα αντιπολιτευτικά μέσα που διαθέτει, παρότι εκτίθεται συχνά και αυτή με τα δικαστήρια που εκδίδουν προκλητικές δικαστικές αποφάσεις.
Η Δικαιοσύνη φυσικά και δεν είναι «τυφλή», ωστόσο αυτή η τυφλή σύγκρουση για τον έλεγχό της μόνο νέα προβλήματα θα προκαλέσει.
Πηγή: protothema.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας