Στην οικοδόμηση «Μετώπου συνεργασίας της Αριστεράς», στη βάση και στην κορυφή, κρίσιμο ρόλο παίζει το θέμα της «ηγεμονίας»

1988
αποτελέσματα

Συνέντευξη στο αφιέρωμα του περιοδικού «Μαρξιστική Σκέψη», στο θέμα του «Μετώπου της Αριστεράς», τόμος 23, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2017.

Ερωτήματα-Απαντήσεις

1. Καθώς η κρίση και η άγρια λιτότητα συνεχίζονται αμείωτες, στη μέση της θητείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το ζήτημα του Μετώπου των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής – αντιμνημονιακής Αριστεράς έρχεται εκ των πραγμάτων στο προσκήνιο. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η γενική τοποθέτηση του ζητήματος σήμερα;

Η δημιουργία «Μετώπου» αριστερών, αντιμνημονιακών, ριζοσπαστικών και πατριωτικών δυνάμεων, είναι αναγκαία και «εν δυνάμει» ικανή συνθήκη για να ανοίξει ο δρόμος της προοδευτικής διεξόδου από το σημερινό μνημονιακό αδιέξοδο. Το «αναγκαίο» είναι προφανές και δεν χρειάζεται ανάλυση για να αντιληφθούμε τη σημασία του στην αποτελεσματική δράση και προοπτική της Αριστεράς. Το «εν δυνάμει» είναι πιο σύνθετο και συνδέεται κυρίως με δύο είδους δυσκολίες. Η πρώτη, αφορά την επιδίωξη «Μετώπου… για το Μέτωπο» και η δεύτερη, την άρνηση του Μετώπου στο όνομα των δυσκολιών. Και οι δύο δείχνουν έλλειμμα διαλεκτικής κατανόησης του ρόλου του «Μετώπου», σχετικά με το χαρακτήρα, τη μορφή και την προοπτική του.

Αν κυρίαρχο στοιχείο στη συγκρότηση του «Μετώπου» είναι η προώθηση τακτικών στόχων, τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για εκλογικό «Μέτωπο» στη λογική «χτυπάμε από κοινού και βαδίζουμε χώρια». Ένα τέτοιο «Μέτωπο», στις σημερινές συνθήκες, θα μπορούσε να αποτελείται από αντιμνημονιακές δυνάμεις ευρέως φάσματος, με στόχο την ανατροπή των Μνημονίων, τη διαγραφή του χρέους, τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, κ.ά. Αν όμως επιδίωξη έχει την προώθηση στρατηγικών στόχων, τότε απαιτείται προγραμματική σύγκλιση και δημιουργία κατάλληλης οργανωτικής δομής για την προώθησή του.

Σε κάθε περίπτωση, ο σεβασμός των δεσμεύσεων και η ισότιμη κατανομή των «ωφελειών» της συνεργασίας, αποτελεί στοιχείο φερεγγυότητας του «Μετώπου», είτε αυτό έχει εκλογικό είτε στρατηγικό χαρακτήρα. Το «ισότιμο» δεν σημαίνει «ισοδύναμο», αλλά λαμβάνει υπόψη τη συνεισφορά του καθενός στο «Μέτωπο». Ασφαλώς ένα «Μέτωπο» μπορεί να ξεκινήσει ως εκλογικό και στην πορεία να μετεξελιχθεί σε προγραμματικό εφόσον δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις.

2. Η προγραμματική βάση έμπαινε πάντα σε πρώτο πλάνο σε συζητήσεις για τη συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς στη χώρα μας, πολύ συχνά όμως έμεναν στο περιθώριο οι στρατηγικές προοπτικές της. Πώς μπαίνουν αυτά τα ζητήματα σήμερα;

Ένα «Μέτωπο» με στρατηγικό βάθος, δηλ. τη σοσιαλιστική προοπτική, σημαίνει προγραμματική σύγκλιση σε βασικά ζητήματα, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα ενός «μεταβατικού προγράμματος», με άμεσο στόχο τη φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση και το άνοιγμα του δρόμου σε ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς με ορίζοντα το σοσιαλισμό. Το «μεταβατικό πρόγραμμα» σηματοδοτεί μια αλληλουχία ριζοσπαστικών μέτρων που αποτελούν κρίκους μιας ενιαίας αλυσίδας κοινωνικών ανατροπών ή μιας «ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας», όπως θα λέγαμε στην παραδοσιακή ορολογία του αριστερού-κομμουνιστικού κινήματος. Το «μεταβατικό πρόγραμμα» δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται στατικά αλλά δυναμικά. Δεν αφορά απλώς τη λήψη ορισμένων ριζοσπαστικών μέτρων, αλλά οικοδομεί παράλληλα ταξικές συμμαχίες, επιδρά στην αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων, για το προχώρημα κοινωνικών μετασχηματισμών σε ριζοσπαστική κατεύθυνση, με στόχο την υπέρβαση των καπιταλιστικών σχέσεων.

Στο χώρο της αντικαπιταλιστικής και ευρύτερης Αριστεράς, εκτός από τη ΛΑΕ υπάρχουν το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η Πλεύση Ελευθερίας, και αρκετές συσπειρώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Δυστυχώς το ΚΚΕ κρατώντας σεχταριστική στάση σε πολιτικό και κινηματικό επίπεδο, δεν διευκολύνει τη δημιουργία ενός «Μετώπου» των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ελπίζει ανεδαφικά ότι μπορεί από μόνο του να κατακτήσει την πλειοψηφία και να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, λίγο-πολύ στα πρότυπα των καθεστώτων του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού». Από την άλλη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρότι στο κοινωνικό πεδίο είναι θετική στην κοινή δράση, σε πολιτικό επίπεδο αρνείται τη συμπαράταξη με τη ΛΑΕ. Εδώ ειδικά οι χαρακτηρισμοί περί «σοσιαλδημοκρατικού φορέα» και άλλα παρόμοια που εκφωνούν συχνά στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη ΛΑΕ, όταν είναι γνωστό ότι από την ιδρυτική της διακήρυξη, καθώς και τις μετέπειτα επεξεργασίες της η ΛΑΕ μιλά όχι απλώς για έξοδο από την ευρωζώνη και ρήξη με την ΕΕ, αλλά και για μεταβατικό πρόγραμμα με σοσια­λιστική προοπτική, λειτουργούν στην πράξη σαν άλλοθι γι’ αυτή την ανεδαφική στάση, μια εγγύηση του «μονοπώλιου επαναστατικής συνέπειας». Θεωρώ ότι οι προγραμματι­κές θέσεις της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρέχουν τον αναγκαίο «κοινό τόπο» για μια αμοιβαία επωφελή στρατηγική συνεργασία.

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το θέμα της ΟΝΕ και της ΕΕ. Αντί για επικέντρωση στο σπάσιμο του «αδύνατου κρίκου» (για να χρησιμοποιήσω έναν κλασικό λενινιστικό όρο που υποδηλώνει την επιλογή του αδύνατου σημείου του συστήματος, από το οποίο είναι πιο εύκολο να ξεκινήσει το συνολικό σπάσιμό του και το οποίο σήμερα εντοπίζεται κατά τη γνώμη μας στην αποδέσμευση από την ευρωζώνη-ευρώ) που ανοίγει το δρόμο σε «ιστορικά γεγονότα», θέτει ως πρώτη προτεραιότητα ένα ισχυρότερο κρίκο, την έξοδο από την ΕΕ. Ωστόσο με την ίδια λογική, ούτε κι αυτό είναι αρκετό για τη σοσιαλιστική προοπτική, αλλά μόνο αν βάλουμε στόχο την άμεση υπέρβαση του καπιταλισμού. Αυτό δηλαδή που λέει σήμερα το ΚΚΕ πετώντας την μπάλα στην εξέδρα.

Να διευκρινίσουμε ότι δεν μιλάμε για την έξοδο από το ευρώ και παραμονή στην ΕΕ, αλλά για επικέντρωση στον αδύνατο κρίκο, προκειμένου να σπάσει ο μηχανισμός της υπερεθνικής επιτροπείας, να ανοίξει ο δρόμος ανάκτησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και τελικά ο δρόμος της σοσιαλιστικής προοπτικής. Το ένα βήμα από το άλλο, δεν απέχει δεκαετίες, αλλά ένα συγκριτικά βραχύ χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς επακριβώς εκ των προτέρων. Σε κάθε περίπτωση όμως διευκολύνει τη συγκέντρωση δυνάμεων για παραπέρα κίνηση, ενώ αποδυναμώνει τους αντιπάλους. Πρόκειται κατά τη γνώμη μου, για σωστό συνδυασμό στρατηγικής και τακτικής.

Όσον αφορά στο θέμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, είναι προφανές ότι έχουμε σοβαρά κενά χωρίς όμως να ξεκινάμε από μηδενική βάση. Υπάρχει μια πολύτιμη ιστορική εμπειρία, από διάφορες απόπειρες σοσιαλιστικού μετασχηματισμού σε σειρά από χώρες, η οποία πρέπει να μελετηθεί και να αξιοποιηθεί δημιουργικά, με βάση τα σύγχρονα δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση τα ζητήματα της κοινωνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής, της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της λειτουργίας της οικονομίας με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, εφαρμογής εργατικού ελέγχου και λαϊκής συμμετοχής στη διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων, της πολιτιστικής αναγέννησης και σταθερής ανόδου της λαϊκής ευημερίας, της αλληλεγγύης και ανάπτυξης, της ισότιμης συνεργασίας με όλους τους λαούς, κ.ά., αποτελούν το «αλφαβητάριο» του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

3. Η σχέση Μέτωπο – κινήματα, της σύνδεσης του «από πάνω» με το «από κάτω», είναι επίσης ένα θέμα κομβικής σημασίας, όπως είναι και το θέμα της εξεύρεσης των κατάλληλων οργανωτικών μορφών οικοδόμησης ενός Μετώπου. Τι μας διδάσκει η ιστορική εμπειρία;

Η σχέση «από τα πάνω» και «από τα κάτω» είναι διαλεκτική, αμοιβαία επηρεαζόμενη και αλληλοτροφοδοτούμενη. Το θεμέλιο είναι οι σχέσεις «από τα κάτω» –στη βάση της κοινωνίας– με την ανάπτυξη ταξικών και οριζόντιων κινημάτων, για την υπεράσπιση των ιδιαίτερων συμφερόντων (εργαζόμενων, συνταξιούχων, αγροτών, αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών, μικροεπιχειρηματιών, νεολαίας, κ.ά.), καθώς και κινημάτων πόλης και ποιότητας ζωής, υπεράσπισης δημοκρατικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών. Ο κρίσιμος ρόλος των «από κάτω», δεν είναι απλώς να σύρουν το «όχημα της ανατροπής», αλλά ενεργητικός, στήριξης του εγχειρήματος ως ασφαλιστική δικλείδα για την αποτροπή ταλαντεύσεων και υποχωρήσεων των «από πάνω».

Από την άλλη, στην οικοδόμηση προωθητικών σχημάτων μετωπικής συνεργασίας, στη βάση και στην κορυφή, κρίσιμο ρόλο παίζει το θέμα της «ηγεμονίας». Μια έννοια που δημιουργεί συγχύσεις και προβλήματα όταν κατανοείται μονοσήμαντα. Μιλάμε για ηγεμονία «προωθητικών ιδεών», ηγεμονία «πολιτικών πρωτοβουλιών», ηγεμονία «οργάνωσης» των κοινωνικών δυνάμεων ανατροπής, ηγεμονία «αποτελεσματικής δράσης», κλπ. Πάνω απ’ όλα το θέμα της «ηγεμονίας» πρέπει να κατανοείται ως ταξικό ζήτημα, που αφορά τα ζωτικά, άμεσα και μακροπρόθεσμα, συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Η επιλογή των προσώπων που καλούνται να παίξουν ηγετικό ρόλο στο σχήμα της μετωπικής συνεργασίας, πρέπει να εκφράζει το συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο της ηγεμονίας. Αντίθετα, αν ζωτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης υποβαθμίζονται ή περιθωριοποιούνται, αργά ή γρήγορα αποδυναμώνεται το ίδιο το «Μέτωπο» και ακυρώνονται οι στρατηγικές του προοπτικές.

Το αριστερό κίνημα στην Ελλάδα και διεθνώς, έχει θετικές και αρνητικές εμπειρίες αριστερών σχημάτων μετωπικής συνεργασίας. Η πιο πρόσφατη είναι η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Παρότι ορθά ξεκίνησε με τη δημιουργία «Χώρου διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς», γειώθηκε με ικανοποιητικό τρόπο στα κοινωνικά κινήματα και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συσπείρωση ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων που πλήττονταν από τα Μνημόνια, στην πορεία, με την αμφισημία των πολιτικών του στόχων, τις ταλαντεύσεις και τη συμβιβαστική στάση του ηγετικού πυρήνα προς τις δυνάμεις του αστικού συστήματος και της υπερεθνικής επιτροπείας, σε συνδυασμό με τις αντιδημοκρατικές πρακτικές της ηγεσίας του (παραγκωνισμός κεντρικών οργάνων) και παροπλισμό του κινήματος «από τα κάτω», οδήγησαν στην άνευ όρων παράδοση στους δανειστές και τελικά στην μετάλλαξη του από αριστερό «ανατροπέα» σε στυλοβάτη και προαγωγό των Μνημονιακών πολιτικών.

Άρα προβάλλει το κρίσιμο ερώτημα, πώς θα συνδυάσουμε τις προγραμματικές δεσμεύσεις, με εκείνες τις ασφαλιστικές δικλείδες ελέγχου, για την αποτροπή των ταλαντεύσεων και της διολίσθησης της ηγεσίας στη ζεστή αγκαλιά του κατεστημένου. Δεν υπάρχει άλλη απάντηση, πέρα από την «πολιτική επαγρύπνηση» και την έγκαιρη αντίδραση, των «από τα πάνω» και των «από τα κάτω».

4. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ένα σχήμα ΛΑΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ – Πλεύση Ελευθερίας και άλλων ομάδων του αριστερού αντικαπιταλιστικού – αντιμνημονιακού χώρου θα συγκέντρωνε ένα αξιόλογο ποσοστό. Πόσο ρεαλιστική είναι η συγκρότησή του; Ποια θεωρείτε ως κύρια εμπόδια και αντιρρήσεις;

Στην ελληνική κοινωνία, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό πολιτών που δεν συμφωνεί με τις ασκούμενες πολιτικές και αναζητά πολιτική έκφραση. Είναι αυτό που λέμε «κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης». Ένα μήνυμα ευρύτερης συσπείρωσης των αριστερών, αντιμνημονιακών, ριζοσπαστικών δυνάμεων, θα δημιουργούσε ευνοϊκό κλίμα, όχι απλά για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αλλά για τη συγκρότηση ενός «εν δυνάμει» ισχυρού πόλου μιας εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης. Το παράδειγμα του Μελανσόν στη Γαλλία, με όλες τις αντιφάσεις και τις ασάφειές του, δείχνει ότι η Αριστερά δεν έχει μόνο παρελθόν, αλλά πάνω απ’ όλα έχει μέλλον. Το ίδιο ισχύει ως ένα βαθμό σε Ισπανία και Πορτογαλία.

Βεβαίως δεν αρκούν τα μεγάλα λόγια και οι καλές προθέσεις, χρειάζονται πρωτοβουλίες και δράσεις για την οικοδόμηση κλίματος εμπιστοσύνης. Χρειάζεται πάνω απ’ όλα να βρεθεί ο τρόπος ώστε οι υφιστάμενες διαθέσεις του κόσμου και της βάσης του κινήματος να μορφοποιηθούν σε ένα πραγματικά ανατρεπτικό μέτωπο που δεν θα έχει την τύχη προηγούμενων εγχειρημάτων.

Ειδικότερα η συγκρότηση ενός ευρύτερου αντιμνημονιακού μετώπου αριστερών, ριζοσπαστικών και πατριωτικών δυνάμεων –κατά της λαίλαπας των μέτρων του Γ΄ και Δ΄ Μνημονίου– θα δώσει ελπιδοφόρα προοπτική στα επιμέρους κινήματα αντίστασης και στη δημιουργία ενός μεγάλου ρεύματος πολιτικής ανατροπής. Μια θετική ενέργεια προς αυτήν την κατεύθυνση θα ήταν η δημιουργία ενός «Βήματος Αριστερού Διαλόγου και Δράσης», για ανάδειξη του «κοινού τόπου» των προγραμματικών θέσεων και της ενδυνάμωσης των κοινωνικών και πολιτικών αντιστάσεων. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία θα μπορούσε, σε πρώτη φάση, να οδηγήσει σε μια εκλογική συνεργασία, αν όχι σε μια στρατηγική συμπόρευση μακράς πνοής.

Από μέρους της ΛΑΕ, αυτή η επιδίωξη είναι σαφής, τόσο διακηρυκτικά όσο και πρακτικά. Ασφαλώς πρέπει να υπάρχει βούληση και από τις άλλες πλευρές. Πολύ περισσότερο θα πρέπει να ξεπεραστούν ψευδαισθήσεις, ότι μπορεί ο καθένας μόνος του να τα καταφέρει καλύτερα ή ότι αν παραιτηθούμε από τις ριζοσπαστικές θέσεις, οι οποίες τελικά «κάνουν τη διαφορά» σε σχέση με τις διαχειριστικές λογικές, θα είναι ευκολότερο να συσπειρώσουμε ευρύτερα τμήματα του ελληνικού λαού. Η οικοδόμηση «σχέσεων εμπιστοσύνης» μεταξύ των ριζοσπαστικών αντιμνημονιακών δυνάμεων και τελικά με τον ελληνικό λαό, είναι υπόθεση, τόσο σαφούς εναλλακτικής πρότασης, όσο και αγωνιστικής παρέμβασης και αξιόπιστων προσώπων, που θα φέρουν σε πέρας το ελπιδοφόρο εγχείρημα της φιλολαϊκής-προοδευτικής εξόδου από την κρίση, έχοντας ανοικτό ορίζοντα στη σοσιαλιστική προοπτική.

5. Αρκετά συχνά ακούγεται στον κόσμο της Αριστεράς ότι οι υφιστάμενες διαφορές ανάμεσα στις δυνάμεις της είναι δευτερεύουσες και ότι η επίκλησή τους χρησιμεύει σαν άλλοθι για την αποφυγή της συνεργασίας. Πόσο αληθεύει αυτό;

Ως ένα βαθμό αυτό ισχύει και έχει να κάνει με κάτι που επισημάναμε στην αρχή. Άρνηση της συνεργασίας στο όνομα των δυσκολιών. Βαθύτερα οι δυσκολίες πηγάζουν, είτε από απολυτοποίηση θέσεων, είτε από ανασφάλειες για την προοπτική της συνεργασίας (να μη γίνει κάποιος «νεροκουβαλητής» του άλλου), είτε από την υποτίμηση της σημασίας της, είτε από προσωπικές φιλοδοξίες και άγονους ανταγωνισμούς ηγετικών κορυφών επιμέρους οργανώσεων, οι οποίες μπαίνουν στη δοκιμασία να υποτάξουν το «εγώ» στο «εμείς». Η τελευταία αιτία δεν είναι πάντα εμφανής, αλλά συνήθως εκδηλώνεται με άλλες αιτιάσεις.

Γι’ αυτό σημαντικό στοιχείο συγκρότησης ενός φερέγγυου «Μετώπου», είναι η μέγιστη δυνατή σαφήνεια, όσον αφορά το πολιτικό του πλαίσιο, το ρόλο των προσώπων, καθώς και οι αξιόπιστες δεσμεύσεις των συνεργαζομένων. Ταυτόχρονα πρέπει να τονιστεί, ότι όσο δύσκολη είναι η προσπάθεια συγκρότησης «Μετώπου», άλλο τόσο δύσκολη –ίσως και δυσκολότερη– είναι η προσπάθεια διατήρησής του. Το τελευταίο εξαρτάται κυρίως από τη δυναμική του, αλλά και από τα ποιοτικά στοιχεία λειτουργίας (συλλογικότητα, πνεύμα γόνιμης συνεργασίας, προωθητική σύνθεση των απόψεων, κ.ά.).

6. Από την άλλη μεριά, είναι αρκετά διαδεδομένη και η άποψη ότι ένα ευρύ Μέτωπο θα έχει αναπόφευκτα την τύχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ποια διδάγματα απορρέουν από την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ;

Η «Μετωπική» εμπειρία από τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, ήταν τελικά αρνητική. Ωστόσο δεν πρέπει να απορρίψουμε τα θετικά στοιχεία της. Τα στοιχεία αυτά συνέβαλαν στο μια «μετωπική συσπείρωση» του 4,5% το 2009, να γίνει 13% και 26% στις εκλογές του 2012 και τελικά 36% το 2015. Η ενωτική στρατηγική, η κινηματική δράση, τα ριζοσπαστικά αιτήματα που άγγιζαν ευρύτερες λαϊκές μάζες, κ.ά., ήταν τα θετικά του. Ωστόσο οι αμφισημίες της πολιτικής του, τα ήξεις-αφίξεις της ηγεσίας του, η αγνόηση και αδρανοποίηση της βάσης του, κ.ά., οδήγησαν τελικά στην εγκατάλειψη των ριζοσπαστικών θέσεων, την υποταγή στη βούληση των υπερεθνικών θεσμών και την ενσωμάτωσή του στο μνημονιακό στρατόπεδο.

Το ιστορικό δίδαγμα της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι η εγκατάλειψη της ιδέας του «Μετώπου», αλλά ο εντοπισμός των αιτίων μετάλλαξής του και η ανάδειξη των προϋποθέσεων, μαζί και ο προσδιορισμός των ασφαλιστικών δικλείδων αποτροπής επανάληψης ανάλογων λαθών, για την επιτυχή εξέλιξη «μετωπικών» εγχειρημάτων στο μέλλον.

7. Πέρα από το μέτωπο, υπάρχει η δυνατότητα ενός εκλογικού συνασπισμού, με διατήρηση της αυτοτελούς έκφρασης των δυνάμεων που θα μετάσχουν σε αυτόν, στο κοινοβούλιο, κ.λπ., το οποίο δεν συζητείται συχνά. Θα βρούμε σχετικές εμπειρίες στο κομμουνιστικό κίνημα στον 20ό αιώνα…

Ο εκλογικός συνασπισμός, όπως ήδη υπαινίχτηκα παραπάνω, αν αξιοποιηθεί σωστά, μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο αποτελεί βήμα που παραμένει στο έδαφος της τακτικής και όχι της στρατηγικής. Για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ο στόχος πρέπει να είναι η στρατηγική συμπόρευση. Η εκλογική συνεργασία ως βήμα ανάγκης, μπορεί να ανοίξει δρόμο συμπόρευσης ευρύτερων αντιμνημονιακών δυνάμεων. Η ιστορία της Αριστεράς, εντός και εκτός Ελλάδας, έχει πλούσιο απόθεμα εμπειριών, θετικών και αρνητικών, από εκλογικές συνεργασίες.

Αυτό που τελικά «μετράει», είναι η προωθητική τους δύναμη, η πολιτική ισχυροποίηση γενικά της Αριστεράς και ειδικότερα του «Μετώπου», η αποτροπή μέτρων σε βάρος λαϊκών συμφερόντων, καθώς και εξελίξεων σε αντιδραστική κατεύθυνση. Ειδικότερα μια «μετωπική» συνεργασία αριστερών-αντιμνημονιακών-ριζοσπαστικών-πατριωτικών δυνάμεων, έστω και εκλογικού χαρακτήρα, πρέπει να δίνει σαφές στίγμα του «κοινού πεδίου πάλης» και μιας «ατζέντας φιλολαϊκών μέτρων», στο όνομα των οποίων πραγματοποιείται η συνεργασία, όπως π.χ. κατάργηση λιτότητας, διαγραφή χρέους, αποδέσμευση από ευρωζώνη, δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος τραπεζών, φορολογική ανακούφιση λαϊκών στρωμάτων, στήριξη αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων, οικονομική ανόρθωση και μείωση ανεργίας, κ.ά. Μια τέτοια «μετωπική» εκλογική σύμπραξη, πρέπει να έχει αξιόπιστη εκπροσώπηση με καταξιωμένα πρόσωπα στην πολιτική ζωή και την κινηματική δράση.

Επιτρέψτε μου εδώ να φέρω ένα παράδειγμα από την εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος, συγκεκριμένα τη λενινιστική παράδοση και το κόμμα των Μπολσεβίκων, για να διευκρινίσω καλύτερα τη σχέση κοινωνικού-εκλογικού στο θέμα του «Μετώπου».

Το Φλεβάρη του 1905, ο παπά Γκαπόν –τον οποίο ο Λένιν εκτιμούσε για τη συνεπή επαναστατική στάση του μετά τη Ματωμένη Κυριακή– είχε στείλει μια επιστολή προς όλα τα επαναστατικά κόμματα της Ρωσίας, καλώντας τα σε κοινή δράση για την ανατροπή της τσαρικής απολυταρχίας. Ο Λένιν είχε χαιρετίσει αυτή την πρωτοβουλία, που απέβλεπε σε ένα κοινωνικό μπλοκ· τότε δεν έμπαινε ακόμη θέμα εκλογών. Βέβαια, τόνιζε την ανάγκη της διατήρησης της αυτοτέλειας των κομμουνιστών και, όταν αργότερα συγκλήθηκε μια σοσιαλιστική συνδιάσκεψη, οι Μπολσεβίκοι αποχώρησαν, γιατί κυριαρχούσαν οι Εσέροι, οι μικροαστοί σοσιαλιστές. Σε συνέχεια, όμως, μετά την ήττα της επανάστασης, προώθησαν στις εκλογές για τη Δούμα μια εκλογική σύμπραξη με τους Εσέρους, τον Αριστερό Συνασπισμό, που βοήθησε τους Μπολσεβίκους να αποκτήσουν ικανή κοινοβουλευτική παρουσία.

Η σχέση ανάμεσα στο «κοινωνικό» και το «εκλογικό» είναι, λοιπόν, διαλεκτική. Μια εκλογική συμμαχία πρέπει ευκταία να είναι έκφραση κοινωνικών διεργασιών, μερικές φορές όμως, ιδιαίτερα σε στιγμές υποχώρησης του κινήματος, η «από τα πάνω» προώθησή της μπορεί να δώσει ώθηση σε αυτές τις διεργασίες. Όσοι θεωρούν ότι μπορεί να αποφύγουν αυτούς τους «ενδιάμεσους σταθμούς» και να οργανωθούν άμεσα σε μια «καθαρά ταξική», κομμουνιστική βάση, κάνουν ένα σοβαρό σφάλμα. Φυσικά πρέπει να αποφεύγονται «εκλογικίστικες» λογικές, η παρουσία στο κοινοβούλιο όμως είναι αναγκαία για να κατακτηθεί η εμπιστοσύνη του λαού και οι επόμενες εκλογές θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμες.

8. Όσους ανήκουμε στο μαρξιστικό χώρο μας απασχολεί το ζήτημα της πρωτοπορίας, που θέτει επιτακτικά η ίδια τη ζωή. Στο ΕΑΜ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο το ΚΚΕ, με τα θετικά και τα αρνητικά που συνεπαγόταν τότε αυτό, σήμερα όμως το κόμμα αυτό ακολουθεί ένα στείρο σεχταρισμό. Βέβαια, οι εποχές διαφέρουν, είναι όμως ορατός ο κίνδυνος, αν οι άλλες δυνάμεις δεν ανταποκριθούν και κυριαρχήσει ως κατεύθυνση το ΚΚΕ, να έχουμε μια επανάληψη του γερμανικού 1929-33 ή της ελληνικής εμπειρίας του 1936…

Το ζήτημα της «πρωτοπορίας» στα πλαίσια ενός «μετώπου», συνδέεται στενά με το θέμα της «ηγεμονίας» σε όλες τις εκφάνσεις της και κυρίως την πολιτική «ηγεμονία», σύμφωνα με όσο αναφέραμε πιο πάνω. Εάν στο «Μέτωπο» κυριαρχούν εκπρόσωποι μικροαστικών στρωμάτων και όχι γνήσιοι πολιτικοί εκπρόσωποι των εργατικών συμφερόντων, τότε αργά ή γρήγορα θα προκύψει πρόβλημα. Να τονίσουμε ότι γνήσιοι εκπρόσωποι εργατικών συμφερόντων, δεν είναι αυτόματα όσοι πληρούν τα τυπικά κριτήρια ταξικής προέλευσης, αλλά κυρίως εκείνοι που εκφράζουν με αγωνιστική συνέπεια και ήθος, τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας.

Η εμπειρία του ΕΑΜ είναι από τις ιστορικές παρακαταθήκες του κινήματος και εξακολουθεί να εκπέμπει θετική ακτινοβολία. Ωστόσο η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ βρίσκεται μακριά από αυτήν την παράδοση, τόσο από πλευράς στρατηγικής όσο και τακτικής. Ασφαλώς οι συνθήκες είναι διαφορετικές και δεν ισχύουν απλοϊκές προσεγγίσεις. Ωστόσο αν λάβουμε υπόψη την ουσιαστική συρρίκνωση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, τη συνεχή φτωχοποίηση των εργαζόμενων και λαϊκών στρωμάτων, την απαξίωση της Βουλής όπου με συνοπτικές διαδικασίες ψηφίζονται Ν/Σ που παραβιάζουν το Σύνταγμα, δημιουργούνται αντικειμενικά συνθήκες ενός μετωπικού εγχειρήματος, στο πνεύμα του ΕΑΜ. Επίσης η εμπειρία της ΕΔΑ, που συγκέντρωσε στις γραμμές της ένα ευρύ φάσμα αριστερών δυνάμεων και προσωπικοτήτων, παίζοντας ένα θετικό ρόλο στην ανάταξη του κινήματος μετά την ήττα του εμφυλίου, είναι εδώ ιδιαίτερα αναφορική.

Αυτό δεν σημαίνει ότι παραγνωρίσουμε ορισμένες λαθεμένες επιλογές του ΕΑΜ (στην ουσία του ΚΚΕ), πριν και μετά την απελευθέρωση, ούτε τα σημαντικά προβλήματα που παρουσιάστηκαν στην πορεία της ΕΔΑ, ιδιαίτερα τη δεξιά της στροφή και την αποτυχία της να κινητοποιήσει το λαό απέναντι στον κίνδυνο της δικτατορίας. Ανάλογα θα μπορούσαν να ειπωθούν και για άλλες ιστορικές εμπειρίες ευρωπαϊκών ΚΚ («κοινό πρόγραμμα της Αριστεράς» μεταξύ Γαλλικού ΚΚ – Σοσιαλιστών στη Γαλλία, «ιστορικός συμβιβασμός» του ΚΚ Ιταλίας, κ.ά.), οι οποίες τελικά δεν άνοιξαν δρόμους προώθησης των στρατηγικών στόχων της Αριστεράς. Το σύνολο αυτών των εμπειριών, όπως και η θετική εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης, από την οποία συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια, θέτουν επί τάπητος το ζήτημα της οικοδόμησης μιας μαρξιστικής πρωτοπορίας, που θα λειτουργεί ως πυρήνας του μετωπικού εγχειρήματος, κατακτώντας στην πράξη ένα ηγεμονικό ρόλο.

Ασφαλώς τα ιστορικά διδάγματα θετικών και αρνητικών εμπειριών, πρέπει να αξιοποιούνται διαλεκτικά στο φως των σύγχρονων δεδομένων. Η παρατηρούμενη στροφή προς δεξιές και ακροδεξιές δυνάμεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, είναι αποτέλεσμα της βαθιάς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και ταυτόχρονα αντανακλά την αδυναμία της Αριστεράς να παρέμβει και να δώσει θετική διέξοδο προς το «ιστορικά αναγκαίο». Βέβαια, πρέπει να πούμε, με δεδομένη την άνοδο αυτών των δυνάμεων του δεξιού και ακροδεξιού λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού, το απλό «αντιμνημονιακό» ή «αντι-ΕΕ» σήμερα δεν επαρκεί. Είναι αναγκαίο το ριζοσπαστικό πρόσημο, που θα διαχωρίζει από τις δυνάμεις που ασκούν συστημική ή απλά δημαγωγική κριτική στο κατεστημένο, εγχώριο και ευρωπαϊκό.

Στην Ελλάδα μετά τη διάψευση των ελπίδων, η ριζοσπαστική Αριστερά βρίσκεται και πάλι σε αφετηριακό σημείο. Είναι προφανές ότι όλες οι δυνάμεις της, οφείλουν να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, για το πώς θα αποτρέψουμε την «καταστροφή που μας απειλεί». Δηλαδή πώς θα ανακόψουμε τη συνέχιση της κατεδάφισης των εργασιακών δικαιωμάτων, την παραπέρα φτωχοποίηση του ελληνικού λαού και τη διαιώνιση της υπερεθνικής επιτροπείας. Πώς θα ανακτήσουμε τη χαμένη εθνική και λαϊκή κυριαρχία, την αξιοπρέπεια του λαού μας και ένα καλύτερο μέλλον στη νέα γενιά.

Εν κατακλείδει, χρειάζεται να είμαστε ρεαλιστές και να ξεκινάμε από την ίδια την πραγματικότητα. Αναφορικά με τις αριστερές δυνάμεις στη χώρα μας η πραγματικότητα αυτή είναι ότι το ΚΚΕ, με την πορεία που ακολούθησε στα τελευταία 25 χρόνια, αποκλείει το ίδιο τον εαυτό του από κάθε εγχείρημα μετωπικής συμπόρευσης, αρνούμενο όσο το αφορά τη δημιουργία μετώπου. Δεδομένου ότι η γραμμή του δεν προβλέπεται να αλλάξει στο εγγύς μέλλον, η ιστορική ευθύνη σήμερα πέφτει στις υπόλοιπες αριστερές και ριζοσπαστικές δυνάμεις (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Πλεύση Ελευθερίας και λοιπές αντιμνημονιακές δυνάμεις) να δείξουν ότι είναι ικανές να ανοίξουν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς.

9. Η πείρα των τελευταίων χρόνων, και του 20ού αιώνα γενικότερα, κάνει σαφείς τις τεράστιες δυσκολίες που θα συναντήσει ένα σύγχρονο επαναστατικό εγχείρημα. Το Μέτωπο και η πάλη των ιδεών για τη σοσιαλιστική προοπτική στην εποχή μας συνδέονται άρρηκτα…

Οι ριζοσπαστικές ανατροπές στον 21ο αιώνα, γίνονται από μια πλευρά πιο δύσκολες, αλλά από μια άλλη ευκολότερες. Δυσκολότερες γιατί η συνασπισμένη δύναμη του χρηματιστικού κεφαλαίου διεθνώς μπορεί να βάλει μεγάλα εμπόδια. Ωστόσο, το ίδιο το σύστημα με την αναπαραγωγή του πλούτου και της φτώχειας σε διευρυμένες διαστάσεις (το 1% του πληθυσμού κατέχει το 50% του παραγόμενου πλούτου), υπονομεύει αντικειμενικά τις βάσεις του και τη βιωσιμότητά του. Σκεφτείτε τι θα γίνει στο ορατό μέλλον όταν το 1% θα κατέχει το 75% του πλούτου ή και περισσότερο. Τι είδους οικονομικές αντιθέσεις και κοινωνικές εκρήξεις θα σηματοδοτήσει. Άρα το σύστημα μαζί με τη συγκέντρωση του πλούτου σε λιγότερα χέρια, παράγει και τις κοινωνικές δυνάμεις της ανατροπής του. Από αυτή την άποψη τα επαναστατικά εγχειρήματα δεν θα σταματήσουν, ούτε και οι κοινωνικές συγκρούσεις. Κανένας βέβαια δεν μπορεί να προβλέψει τις μορφές ανατροπής σε επίπεδο χωρών και ευρύτερων περιοχών.

Στην ευρωπαϊκή ήπειρο και ειδικότερα στα πλαίσιο της ΕΕ και της ευρωζώνης, οι αντιθέσεις οξύνονται. Ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης εντείνει τις αντιθέσεις «κέντρου» και «περιφέρειας», ενώ σε κάθε χώρα ενισχύονται οι τάσεις αμφισβήτησης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Όλα αυτά θέτουν νέα ερωτήματα στην Αριστερά και την ανάγκη επεξεργασίας μιας σύγχρονης εναλλακτικής πρότασης και μιας αποτελεσματικής στρατηγικής και τακτικής για την προώθησή της. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους αδύνατους κρίκους του ευρωσυστήματος, όπως η Ελλάδα και άλλες χώρες του Νότου, όπου οι ασκούμενες πολιτικές γυρίζουν την κοινωνία σε καταστάσεις του περασμένου αιώνα. Το μέλλον του ελληνικού λαού ιδιαίτερα δεν βρίσκεται στη φυλακή της ΟΝΕ και της ΕΕ, ούτε πολύ περισσότερο στον «εθνικό καπιταλισμό». Το παλιό δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», προβάλλει με σύγχρονους όρους, ζητώντας από τη ριζοσπαστική Αριστερά να παίξει τον ιστορικό της ρόλο, χαράζοντας μια αποτελεσματική στρατηγική και τακτική.

*O Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ Οικονομικών, μέλος της ΠΓ της ΛΑ.Ε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας