Λαϊκή αποδόμηση μιας «ψευδούς συνείδησης»

1607

Οι προσδιοριστικοί παράγοντες που επικαθορίζουν την κυβερνητική πολιτική του σημερινού μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ είναι αφενός η εφαρμογή μιας ανοιχτά νεοφιλελεύθερης πολιτικής που απορρέει από την υλοποίηση των τεσσάρων σωρευτικά μνημονίων (Μαίου 2010, Φεβρουαρίου 2012, Μαίου 2016, Μαίου 2017), και αφετέρου η προσπάθεια ανάδειξης μιας στοιχειακής σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής προς την κατεύθυνση των λαϊκών τάξεων. Η μέχρι σήμερα υπαρκτή εμπειρία της διακυβέρνησής του καταδεικνύει ότι εκφράζει μια πιστή εφαρμογή των προταγμάτων της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της εξυπηρέτησης των ευρωπαϊκών δανειακών υπαγορεύσεων, ενώ από την άλλη πλευρά αναδεικνύεται η αδυναμία υλοποίησης της πλέον στοιχειακής φιλολαϊκής πολιτικής, η οποία τοποθετείται σταθερά σε δεύτερη μοίρα. Το βάρος και οι επιταγές της πρώτης νεοφιλελεύθερης παραμέτρου είναι τέτοιο που σε τελική ανάλυση ακυρώνει την όποια λειτουργία της δεύτερης σοσιαλδημοκρατικής παραμέτρου.

Ιδεολογική απόκρυψη μιας αποκρουστικής πολιτικής

Έτσι, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ιστορικά αποτύπωσε μια πλατειά εκλογική εκπροσώπηση των εργαζομένων, της νεολαίας, των ανέργων, των συνταξιούχων και μικροαστικών στρωμάτων, πράγμα που τον διαφοροποίησε από την συντηρητική παράταξη (η οποία και βασίζεται στην ισχυρή κοινωνική συμμαχία αστικής τάξης και μικρομεσαίων τάξεων), εντούτοις η μικροαστική εκσυγχρονιστική του υπόσταση κλίνει με σαφήνεια στην κατεύθυνση υπηρέτησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, παραπέμποντας στις ελληνικές καλένδες την όποια ουσιαστική μεταρρυθμιστική παρέμβαση (π.χ. αποκατάσταση μισθών, κατάργηση της λαϊκής υπερ-φορολόγησης, επίδομα ανεργίας για το σύνολο των ανέργων, συγκράτηση των συντάξεων από την συνεχή τους αποψίλωση, διασφάλιση της λειτουργίας των κοινωφελών επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιούνται κλπ.). Όλα αυτά άλλωστε αντιπροσωπεύουν μια απτή και ορατή δια γυμνού οφθαλμού κοινωνική πραγματικότητα, που δεν μπορεί να συσκοτισθεί από την γελοία «επίκληση του κομμουνισμού», τις αντιδεξιές βερμπαλιστικές του κορώνες, τα περισσότερο από πενιχρά αποτελέσματα της πολιτικής αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης και της εργασιακής εξαθλίωσης.

Κατά συνέπεια ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλα αυτά, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος, εφόσον θέλει να συγκρατήσει ένα σεβαστό τουλάχιστον μέρος των εκλογικών λαϊκών του εκπροσωπήσεων, να εκφωνεί συστηματικά μια «σοσιαλδημοκρατική επαγγελία», η οποία υποτίθεται ότι θα προέλθει από την καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία και αν ακόμη εμφανιστεί στον ορίζοντα, δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην ολοκληρωτική εργασιακή απορρύθμιση των μνημονίων. Ενός συνόλου δηλαδή εκατοντάδων εφαρμοστικών νόμων και ρυθμίσεων, που θα συνεχίσουν να ισχύουν στο διηνεκές, εφόσον η διαλαλούμενη «έξοδος» από το μνημονιακό καθεστώς ουδόλως σημαίνει την ακύρωση όλου αυτού του νομοθετικού αντιλαϊκού πλαισίου. Έτσι, η όποια αναπαραγωγή του στο επίπεδο των εκλογικών λαϊκών εκπροσωπήσεων βασίζεται πλέον στην αποτύπωση μιας «ψευδούς συνείδησης» για την ικανοποίηση εργατικών αναγκών ως συνέπεια της ανάπτυξης του «υγιούς» επιχειρηματικού κεφαλαίου. Πιστεύεται έτσι ότι η συνεχής εκφορά αυτής της επαγγελίας ως «ψευδούς συνείδησης» θα μπορούσε να συγκρατήσει ένα τμήμα των εκπροσωπήσεών του, προκειμένου να συνεχίζει να διαδραματίζει έναν ορισμένο ρόλο στο σημερινό διπολικό πολιτικό παιχνίδι.

Κλασικό παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων, της «ψευδούς συνείδησης» που καλλιεργείται είναι η μυθολογία για την προσέλκυση των άμεσων ξένων επενδύσεων στη χώρα. Ωστόσο ως τέτοιες νοούνται, από τα ίδια τα προπαγανδιστικά κέντρα του ΣΥΡΙΖΑ, όχι οι ενδεχόμενες παραγωγικές επενδύσεις, αλλά οι εξαγορές δημόσιων επιχειρήσεων από διεθνείς επιχειρηματικές κοινοπραξίες (Fraport στα περιφερειακά αεροδρόμια, Cosco στον ΟΛΘ, σιδηροδρομικό δίκτυο, ΟΛΘ, ΔΕΣΦΑ κλπ.). Η ψευδολογία έγκειται στο γεγονός ότι αυτές οι εισροές κεφαλαίων γίνονται για την μεταβίβαση υπαρκτών και ήδη λειτουργούντων δημόσιων επιχειρήσεων : Καμία πρόσθετη προστιθέμενη αξία δεν προκύπτει, καμία νέα θέση εργασίας δεν δημιουργείται, καμία αύξηση των παγίων επενδύσεων δεν επέρχεται. Και όμως τα φερέφωνα της κυβερνητικής πολιτικής προσπαθούν να εμφυτεύσουν στις λαϊκές συνειδήσεις την αντίληψη ότι αυξάνονται οι ξένες άμεσες επενδύσεις και έτσι επίκειται η απονομή κοινωνικής δικαιοσύνης.

Αντίστοιχα συμβαίνουν τα πράγματα με τις νέες εργασιακές ρυθμίσεις όπου τα μέτρα αντιμετώπισης της αδήλωτης εργασίας και της πληρωμής των εργατικών δεδουλευμένων σε ζημιογόνες επιχειρήσεις, όχι μόνον δεν εκφράζουν την εφαρμογή μιας πολιτικής προστασίας της εργασίας, αλλά συντείνουν στην «εκκαθάριση» των ζημιογόνων , λόγω της καπιταλιστικής κρίσης, επιχειρήσεων, δίνοντας χέρι βοηθείας στα κερδοφόρα τμήματα του ελληνικού καπιταλισμού. Απεναντίας άμεσες ξένες επενδύσεις πραγματοποιήθηκαν σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (Τσεχία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Σερβία) από δυτικά επιχειρηματικά κεφάλαια στην αυτοκινητοβιομηχανία, επιφέροντας ισχυρή διεύρυνση της παραγωγής και μεγάλη αύξηση της απασχόλησης, με ταυτόχρονη βέβαια καταστολή του εργατικού τεχνικού δυναμικού (το οποίο όμως στην τελευταία περίοδο εμφανίζει σαφή δείγματα ανάκαμψης της συνδικαλιστικής και απεργιακής δραστηριότητας) : Volkswagen, Audi, Fiat Chrysler, Daimler, Skoda, με την παραγωγή εκατοντάδων χιλιάδων οχημάτων, προοριζόμενων για εξαγωγή στην Κίνα, στην Δυτική Ευρώπη, στην Αμερική.

Η φαινομένη «σταθεροποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνησή της χώρας, πέραν της καταφανούς διευκόλυνσης που του γίνεται από το αστικό κατεστημένο για προφανείς λόγους (διατήρηση μιας φυσιογνωμίας της ΝΔ σε επίπεδο που εγγίζει τα όρια της πολιτικής ηλιθιότητας και συνεπώς αναποτελεσματικότητας), παραμένει στηριγμένη σε «πήλινα πόδια», με την έννοια ότι στερείται υλικών ενεργών συναινέσεων από την μεγάλη πλειονότητα των «από κάτω». Άλλο αν η συσσωρευόμενη λαϊκή δυσανασχέτηση και οργή δεν έχει βρει εξ αντικειμένου πρόσφορους όρους κινηματικής της έκφρασης. Άλλωστε τα παραδείγματα της καταβαράθρωσης των σοσιαλιστικών ευρωπαϊκών κομμάτων όπως το ΠΑΣΟΚ και το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, που επικαλούνταν τον λαϊκό μεταρρυθμισμό και εφάρμοσαν τον πιο στυγνό νεοφιλελευθερισμό είναι ακόμη νωπά.

Παρόλο το γεγονός ότι η υποτιθέμενη σοσιαλδημοκρατική πολιτική κινείται σε τριτεύουσας σημασίας ζητήματα, παρόλο που αδυνατεί να θίξει τις καίριες διαστάσεις της αμοιβής, της φορολόγησης και της συνταξιοδότησης των μισθωτών εργαζομένων που έχουν πληγεί, παρόλο που κινείται εντός ενός πλαισίου μικροαστικού εκσυγχρονισμού, παρ’ όλα αυτά, δεν σημαίνει ότι αυτό το γεγονός μπορεί από μόνο του να επιφέρει την κατακόρυφη απομείωση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συνέβη με το ΠΑΣΟΚ και το Γαλλικό ΣΚ. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται η διαμεσολάβηση μιας ενεργού λαϊκής κινηματικής παρέμβασης που μόνον αυτή μπορεί να ωθήσει τις λαϊκές συνειδήσεις προς την υιοθέτηση εναλλακτικών πολιτικών διεξόδων και στρατηγικών. Ο ΣΥΡΙΖΑ γιγαντώθηκε πρωτίστως στις εκλογές του Μαίου – Ιουνίου 2012, ως αποτέλεσμα του πανεργατικού απεργιακού κινήματος του 2010 – 12, όπως και του κινήματος της Πλατείας Συντάγματος, που έκαναν την πλάστιγγα των λαϊκών εκλογικών προτιμήσεων να γύρει προς τα αριστερά.

Οι παράγοντες της λαϊκής αδρανοποίησης

Χωρίς την διαμεσολάβηση μιας αντίστοιχης κίνησης των εργαζομένων λαϊκών στρωμάτων, η «ψευδής συνείδηση» θα συνεχίζει να παράγει ορισμένα αποτελέσματα προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ, και θα συνεχίσει να επιφέρει την παραφθορά του, χωρίς όμως αυτό να εξαργυρώνεται με την στροφή σε μια ριζοσπαστική αριστερή πολιτική. Οι πολιτικές αλλαγές δεν είναι απλά ζήτημα γνώσης, κριτικής, επίγνωσης της φύσης της «ψευδούς συνείδησης» που καλλιεργείται, αλλά πέραν αυτής της αναγκαίας διάστασης είναι ζήτημα ταξικών συσχετισμών, κίνησης των υποτελών τάξεων, απεργιακής κινητοποίησης, κοινωνικής συνδικαλιστικής υπόστασης κλπ.

Βέβαια η αλήθεια είναι ότι το λαϊκό εργατικό κίνημα δεν κατόρθωσε να ορθώσει καμία αξιόλογη αντιπαράθεση απέναντι στα δύο μνημόνια που υιοθέτησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, σχεδόν δεν έδωσε ούτε καν τη μάχη για την «τιμή των όπλων». Αυτό ουδόλως σημαίνει ότι ο εργαζόμενος κόσμος εξέφρασε την «συναίνεσή» του στην μνημονιακή κυβερνητική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Απεναντίας οι αιτίες που έχουν προκαλέσει αυτή την μέχρι σήμερα αδρανοποίηση ανάγονται, μεταξύ των άλλων, στους ακόλουθους παράγοντες :

α) Στο γεγονός ακριβώς ότι η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση με ένα αντιμνημονιακό πρόγραμμα και η αποποίηση αυτού του προγράμματος, και μάλιστα με την ψήφιση και δύο νέων μνημονίων, έχει προκαλέσει μια δίχως προηγούμενο σύγχυση, απογοήτευση και παραίτηση στον εργατικό κόσμο που είχε επενδύσει τις πολιτικές του προσδοκίες σ’ αυτόν. Μια τέτοιων διαστάσεων μεταστροφή αποτέλεσε μια ισχυρότατη γροθιά στο στομάχι που έκοψε την κινηματική ανάσα των λαϊκών δυνάμεων. Η αντίληψη του «όλοι ίδιοι είναι» (και είναι πραγματικά για ολόκληρο το αστικό μνημονιακό τόξο), λειτουργεί ακόμη και σήμερα παραλυτικά για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας.

β) Η επιμονή της ανεργίας σε επίπεδα τριπλάσια σε σχέση με εκείνα που ήταν στην αρχή της καπιταλιστικής κρίσης, συνεχίζει να επιδρά καταλυτικά τόσο στην καταστροφή της ζωντανής εργατικής δύναμης, όσο και στον ενεργό εργαζόμενο κόσμο, συντείνοντας στην παντελή σχεδόν αποψίλωση των μορφών εργατικής συλλογικότητας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Μπορεί βέβαια στον δημόσιο τομέα να λειτουργούν φορμαλιστικά μορφές συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, ωστόσο αυτές βρίσκονται σχεδόν σε κατάσταση «χειμερίας νάρκης», μια και συνεχίζουν να κυριαρχούν οι δυνάμεις του εργοδοτικού και συναινετικού συνδικαλισμού.

γ) Τέλος η πλήρης παραφθορά των διαδικασιών και λειτουργιών του θεσμικού συνδικαλιστικού κινήματος, που η αντιπροσωπευτικότητά του έχει πέσει στο ναδίρ, ενώ ο υπονομευτικός ρόλος των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αναπαράγει συστηματικά την αναξιοπιστία και αφερεγγυότητα των θεσμών του εργατικού κινήματος. Έτσι, ακόμη και στις περιπτώσεις που φαίνεται να γίνεται δυνατή η επανεμφάνιση του κινήματος των εργαζομένων στο προσκήνιο, επιχειρείται με κάθε τρόπο η καταστολή και χειραγώγηση.

Πρόκειται για παράγοντες που ασκούν μια βαριά επίδραση στην κατάσταση της εργατικής τάξης, που εντείνεται μάλιστα ακόμη περισσότερο με τα εκτεταμένα φαινόμενα πολυδιάσπασης του εργατικού δυναμικού σε παντοειδή εργασιακά καθεστώτα, που και αυτά δυσχεραίνουν την υποκειμενική της ενοποίηση. Σε κάθε περίπτωση το να θεωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ ότι «ο κόσμος δεν είναι στους δρόμους», και άρα αποδέχεται την κυβερνητική του πολιτική, αυτό το λιγότερο αποτελεί μια δίχως προηγούμενο πρόκληση : Πώς να διασφαλίσεις έτσι απλά την εργατική κινηματική αντιπολίτευση, όταν ο εργαζόμενος κόσμος έχει γονατίσει κυριολεκτικά από τα συνεχή μνημονιακά πλήγματα (τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί πιστά σε εφαρμογή), και είναι δεμένος χειροπόδαρα από την μαζική ανεργία ;

Μπορεί το σύνολο της μισθωτής εργασίας να έχει υποστεί, και να συνεχίζει να υφίσταται τα πλήγματα των μνημονιακών πολιτικών, εντούτοις και εξ αιτίας αυτού του λόγου, έχει ενταθεί η πολυδιάσπαση των εργασιακών καθεστώτων, και έχουν οξυνθεί οι διαφοροποιήσεις στο ίδιο το εσωτερικό της εργατικής τάξης. Μ’ αυτή την έννοια οι πανελλαδικές κινητοποιήσεις που είχαν καταγραφεί στην διετία 2010 – 12, έχουν σαφέστατα υποχωρήσει, πράγμα που καταδεικνύει και η κινηματική εμπειρία της περιόδου 2015 – 17. Απεναντίας επιμέρους απεργιακές δράσεις έχουν αναδειχθεί σε επιμέρους κλάδους (π.χ. συμβασιούχοι υπάλληλοι καθαριότητας στους δήμους, εργαζόμενο προσωπικό σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ, εργαζόμενοι στα ντελίβερι, νοσοκομειακές μονάδες κλπ.) Έτσι είναι αναγκαία η διερεύνηση για την επισήμανση των τομέων εκείνων των εργαζομένων που εν δυνάμει μπορούν να τεθούν σε κινηματική τροχιά, σε σχέση με άλλους τομείς που είναι δυσχερέστερη η εργατική κινητικότητα.

Διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της μισθωτής εργασίας

1)Στο επίπεδο των ανέργων που αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μέρος της εργατικής τάξης, επικρατούν φαινόμενα διαλυτικού χαρακτήρα, που προκαλεί η εξώθηση εκτός του πεδίου της παραγωγικής εργασίας, απουσίας δικτύων συλλογικότητας και κυρίως αδυναμίας επηρεασμού των εξελίξεων, εφόσον οποιαδήποτε απεργία του κόσμου της ανεργίας δεν μπορεί να έχει άμεσες παραγωγικές συνέπειες. Μάλιστα η απουσία επιδομάτων ανεργίας για την μεγάλη πλειονότητα, εντείνει ακόμη περισσότερο τις καταστρεπτικές συνέπειες της ανεργίας.

2)Στον χώρο των υπαλλήλων των δημόσιων υπηρεσιών και των επιχειρήσεων και οργανισμών που το καθεστώς τους γειτνιάζει με αυτό του δημοσίου, ενώ έχουν υπάρξει συνέπειες από την εφαρμογή των μνημονίων (κυρίως μισθολογικές περικοπές), και ενώ είναι γενικά διασφαλισμένη η προστατευόμενη απασχόληση λόγω του καθεστώτος της μονιμότητας, εντούτοις και για αυτόν ακριβώς το λόγο (εξασφάλιση της εργασίας έναντι της αβεβαιότητας του ιδιωτικού τομέα), παρατηρείται μια έντονη αδρανοποίηση.

3)Στο πεδίο της νεολαίας, και ενώ η μεγάλη πλειονότητα μαστίζεται από την ανεργία, την ετεροαπασχόληση και την υποαπασχόληση, λειτουργεί εκ των πραγμάτων η μεταναστευτική τους διαφυγή προς τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης, με αποτέλεσμα να εκτονώνεται η κοινωνική πίεση. Η συστηματική μετανάστευση σ’ αυτή την περίπτωση λειτουργεί κυριολεκτικά ως «αμορτισέρ» που αμβλύνει τα μέγιστα τους κοινωνικούς κραδασμούς, και μ’ αυτή την έννοια τα σημαντικά στρώματα της νεολαίας βρίσκονται αντικειμενικά εκτός του πεδίου των ταξικών ανταγωνισμών.

4)Ο συνταξιουχικός κόσμος διατρέχεται από μια αντιφατική πραγματικότητα : Από τη μια πλευρά καταγράφονται κινητοποιήσεις που διασφαλίζουν μια σχετική μαζικότητα, μια και οι συντάξεις έχουν τεθεί στο μόνιμο στόχαστρο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ενώ από την άλλη πλευρά η εργασιακή εξουθένωση από μία μακρά επαγγελματική διαδρομή, και η ηλικιακή ωρίμανση λειτουργούν ανασταλτικά για την δυνατότητα κινητοποίησής τους. Σε κάθε περίπτωση, ένα μέρος τουλάχιστον των συνταξιούχων που έχουν εξανεμιστεί οι συντάξεις τους, αντιπροσωπεύουν ένα κοινωνικό στρώμα σχετικής δυνητικής κινητοποίησης.

5)Ο κόσμος της μισθωτής εργασίας που απασχολείται σε μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν επανέλθει στην πλειονότητά τους σε κερδοφόρα τροχιά, και έχουν μια σχετική εργασιακή σταθερότητα, αμοιβές που πλησιάζουν σε έναν βαθμό αυτές των προηγούμενων συλλογικών συμβάσεων, και διαπιστώνουν ότι τα εργοστάσια και εταιρίες που απασχολούνται καταγράφουν μια μικρή αναπτυξιακή τροχιά, δύσκολα τοποθετούνται κατ’ αρχήν σε ένα κινηματικό πεδίο, καθώς βλέπουν την γενική απορρύθμιση που κυριαρχεί στην καπιταλιστική παραγωγή.

6)Ωστόσο η μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης που βρίσκεται αιχμάλωτη της ανασφάλειας, της εντατικοποίησης, των ατελείωτων ωραρίων εργασίας, και του κατώτατου αποψιλωμένου μισθού, στη βιομηχανία, στο εμπόριο, στον τουρισμό, στις υπηρεσίες, στην απασχόληση ορισμένου χρόνου ιδιωτικού δικαίου στις δημόσιες υπηρεσίες, τόσο σε μεγάλες όσο και σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αποτελεί την δυνητική αιχμή του δόρατος για την ώριμη πλέον σήμερα ανάδειξή της στον ρόλο της ατμομηχανής για την ανασύνθεση του εργατικού κινήματος.

Αυτός ο εργατικός κόσμος (της καπιταλιστικής παραγωγής με υποβαθμισμένα χαρακτηριστικά όσο και της πλειονότητας των συνταξιούχων της μισθωτής εργασίας), είναι σε θέση πλέον στην τρέχουσα συγκυρία, να τεθεί σε κλαδικές ή επιχειρησιακές μορφές συλλογικότητας και κινηματικότητας. Αυτός μπορεί να πυροδοτήσει και την κίνηση των υπολοίπων κατηγοριών της εργατικής τάξης (δημοσίων υπαλλήλων, ανέργων, νεολαίας κλπ.), προκειμένου να φτάσει εκ νέου το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε νέες μορφές πανεργατικής κινητοποίησης, που μπορούν να έχουν συνολικά αποτελέσματα και να αποδομήσουν την «ψευδή πολιτική συνείδηση» που καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ και το σύνολο των αστικών δυνάμεων.

Πολιτικός ριζοσπαστισμός και κοινωνική κινητικότητα

Η αποδόμηση της «ψευδούς συνείδησης» δεν μπορεί να γίνει παρά με την διαμεσολάβηση της κινητοποίησης αυτών των εργατικών στρωμάτων. Οι σχηματισμοί της Αριστεράς δεν μπορούν να αναμένουν την λαϊκή μεταστροφή μόνον με την εκφώνηση του πολιτικού τους λόγου, αλλά εξ αιτίας και των έκτακτων κοινωνικών συνθηκών στις οποίες βρίσκεται η εργατική τάξη, έχουν ως κορυφαίο και καθοριστικό ρόλο την λειτουργία τους ως πολιτικών οργανωτών αυτής της ανάκαμψης του εργατικού λαϊκού κινήματος. Διαφορετικά θα συνεχίσουν να παραμένουν στην καθηλωμένη ιστορική τους επιρροή, αδυνατώντας να διαδραματίσουν πρωτεύοντα πολιτικό ρόλο.

Ο αναγκαίος βηματισμός περιλαμβάνει μεθοδολογικά :

Α) Την συλλογική υποκειμενοποίηση των στρωμάτων που δυνητικά μπορούν να μπουν σε τροχιά κίνησης, στη βάση των ζωτικών, άμεσων και υλικών, κοινωνικών τους αναγκών, μακράν οποιασδήποτε λογικής ακτιβισμού, οι οποίες έχουν πληγεί από την πολύχρονη εφαρμογή των μνημονίων, και που αφορούν την αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων, την αντιμετώπιση της εργοδοτικής απολυταρχίας, την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών στο επιχειρησιακό επίπεδο, την αποτίναξη της δίχως προηγούμενο φορολογικής επιβάρυνσης, της απαίτησης λειτουργίας του κράτους πρόνοιας κλπ. Ο ρόλος της Αριστεράς είναι πρωτίστως υποστηρικτικός αυτής της εργατικής ανάταξης : Μόνον αυτή μπορεί σε μια ορισμένη κινηματική πορεία να επανατροφοδοτήσει τις λαϊκές της εκπροσωπήσεις σε ένα ευρύτερο επίπεδο.

Β) Μια τέτοια κίνηση των λαϊκών τάξεων, που ξεπερνά την πολυμορφία και την πολυδιάσπαση, εντοπίζοντας τις δυνητικές ενοποιητικές διεκδικήσεις, εκ των πραγμάτων απολήγει σε μια αντικαπιταλιστική μεταβατική πολιτική, που θέτει στο στόχαστρό της το κερδοφόρο επιχειρηματικό κεφάλαιο και την κυβερνητική εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του αστικού μνημονιακού τόξου που την υπηρετεί. Γιατί η εξαθλίωση που επικρατεί δεν είναι παρά αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης και των αστικών πολιτικών ( = μνημόνια) υπέρβασής της προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της μισθωτής εργασίας, και παράλληλα της μετακύλισης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους της αστικής τάξης στους ώμους των εργαζομένων, οι οποίοι κανένα δημόσιο δάνειο δεν έχουν συνάψει.

Γ) Έτσι λειτουργώντας η κοινωνική κινητοποίηση έρχεται δευτερογενώς σε αντιπαράθεση (πέραν της ελληνικής αστικής τάξης και των κομμάτων που την υπηρετούν), με τις ρυθμίσεις, επιβολές και υπαγορεύσεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οικονομικών κέντρων, με στόχο την ουσιαστική απομείωση του δημόσιου χρέους και την υποχρέωση αποπληρωμής του υπολοίπου από τους έλληνες επιχειρηματίες που έχουν ευθέως ωφεληθεί (χαμηλή φορολόγηση, φοροαπαλλαγές, εισφοροδιαφυγή κλπ.). Οποιαδήποτε σύγκρουση, αποχώρηση ή ανατροπή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης των πραγμάτων και όχι η αφετηριακή της προϋπόθεση.

Δ) Το κυρίαρχο ζήτημα που τίθεται είναι θέμα της ίδιας της λειτουργίας και της δυνατότητας αναπαραγωγής των αστικών σχέσεων παραγωγής : Αυτές μπήκαν σε δοκιμασία με την κρίση υπερσυσσώρευσης, και δεν ήταν η «υπανάπτυξη» και η «εξάρτηση» της ελληνικής οικονομίας από τους «ξένους» οικονομικούς επικυρίαρχους. Συνεπώς η ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας προϋποθέτει την υλοποίηση θεμελιωδών τομών σοσιαλιστικής κατεύθυνσης στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Χωρίς αυτές ο λόγος περί της «εθνικής ανάπτυξης» με φιλολαϊκά χαρακτηριστικά και δικαιοσύνη δεν είναι παρά μυθολογίες προορισμένες να νομιμοποιήσουν αυτή ταύτη την ανάπτυξη της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, πάνω στο έδαφος των μνημονιακών πολιτικών.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας