Κριτική Θεάτρου – Ανέστης Αζάς: Το φιντανάκι, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, Νοέμβριος 2017

1973
θεσμοφοριάζουσες

Ο σκηνοθέτης Ανέστης Αζάς, γνωστός κυρίως από παραστάσεις του στο χώρου του «θεάτρου ντοκουμέντου», επέλεξε να ανεβάσει, με τον δικό του πάντα ενδιαφέροντα τρόπο, στην Πειραματική του Εθνικού Θεάτρου το κοινωνικό δράμα του Παντελή Χορν Το φιντανάκι. Έργο γραμμένο στο μεσοπόλεμο, σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης, έχει ως θέμα του την τιμή μιας φτωχής και αγνής κοπέλας, της Τούλας, η οποία κηλιδώνεται όταν μένει έγκυος από έναν νεαρό μικροαπατεώνα τον Γιάγκο. Εκείνος την εγκαταλείπει, για να παντρευτεί την Εύα που μπορεί να του εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον και μια «θέση» εργασίας. Η πλακιώτικη αυλή, ο τόπος που εκτυλίσσεται η δράση, λειτουργεί ασφυκτικά για τους ήρωές της. Η κοινωνική και οικονομική κατάπτωση του ιδιότυπου προλεταριάτου που φιλοξενεί (αφού η ελληνική κοινωνία ακόμα δεν έχει μπει ουσιαστικά στη βιομηχανική εποχή), δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαφυγής τους. Τα λασπόνερά της «βρομίζουν» ακόμα και τις πιο αγνές σκέψεις και τις πιο άσπιλες συνειδήσεις όπως αυτή της Τούλας. Τελικά ο πατέρας της, ο κυρ-Αντώνης, αδύναμος να προστατεύσει την κόρη του από την εκπόρνευση, θα πεθάνει ενώ εκείνη φεύγει με τον νέο της «προστάτη», τον πλούσιο και γλοιώδη Γιαβρούση.

Ο Αζάς επεξεργάστηκε το κείμενο του Χορν ακολουθώντας μια αντίστροφη διαδικασία από εκείνη του θεάτρου ντοκουμέντου, για να φέρει ωστόσο τους θεατές του απέναντι σε ένα παρόμοιο αποτέλεσμα. Αν στο θέατρο ντοκουμέντο το αφήγημα ξεκινά από το προσωπικό βίωμα των συμμετεχόντων, το οποίο υφίσταται στις πρόβες μια τέτοια επεξεργασία ώστε να σταθεροποιείται σε ένα συγκεκριμένο κείμενο, που να μπορεί να ενσαρκωθεί και από άλλους επιτελεστές/ηθοποιούς, τότε στο Φιντανάκι της Πειραματικής, έχουμε ένα συγκεκριμένο κείμενο που με κατάλληλες παρεμβάσεις και σχολιασμούς των ηθοποιών μέσα στη ροή της παράστασης, απαγκιστρώνεται από το εκεί και το τότε της αφήγησής του και επικαιροποιείται, καθώς τα ζητήματα που πραγματεύεται, αποκτούν τη δυναμική του προσωπικού βιώματος και του παρόντος. Στο γενικότερο αποτέλεσμα βοηθά το γεγονός πως αν και έχουν περάσει εκατό περίπου χρόνια από την συγγραφή του έργου έως σήμερα, η κοινωνική και οικονομική κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία τότε και τώρα, στην πραγματικότητα μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με προεξέχοντα εκείνα της έκπτωσης των ηθών και της αμφισβήτησης των θεσμών.

Η παράσταση αρχίζει με την έλευση στη σκηνή των οκτώ ηθοποιών που θα αναλάβουν τους ρόλους του έργου. Καθένας τους περιγράφει την πλακιώτικη αυλή και τις κατοικίες που την περιστοιχίζουν σε έναν σχεδόν άδειο σκηνικό χώρο. Στην πραγματικότητα μια πόρτα τοποθετημένη σε ένα βάθρο ορίζει το μέσα και το έξω, το ιδιωτικό και το δημόσιο, ενώ μπροστά υπάρχει ένα μακρόστενο τραπέζι με φτηνές πολύχρωμες πλαστικές καρέκλες της δεκαετίας του εβδομήντα ή και πιο παλιές (σκηνικά Ελένη Στρούλια). Σιγά σιγά ο κάθε ηθοποιός ξεγλιστρά μέσα από την ομάδα και παίζει τον ρόλο του, φροντίζοντας ωστόσο να παραμένει και αποστασιοποιημένος από αυτόν. Ο μόνος ρόλος που παρουσιάζεται για πάρα πολύ ώρα πολυφωνικός είναι εκείνος της Κατίνας, μιας παροπλισμένης πόρνης που έχει εξελιχθεί σε ιδιότυπη τοκογλύφο της αυλής, η οποία μεθοδεύει με επιμέλεια την εκπόρνευση της Τούλας. Η Κατίνα δανείζεται τη φωνή όλων των ηθοποιών για να μιλήσει, είναι η ενσάρκωση της ίδιας της μιζέριας που παράγει το ζοφερό περιβάλλον. Η Κατίνα εντέλει είναι το τέρας που γεννά η ανοχή όλων μας απέναντι στην αθλιότητα.

Σχεδόν στο μέσον της παράστασης η δραματική σύμβαση διακόπτεται και μια σύγχρονου ύφους, περίπου δεκάλεπτη, «παράβαση» λαμβάνει χώρα, καθώς οι ηθοποιοί απεκδυόμενοι τον ρόλο τους, καλούνται να πάρουν θέση απέναντι στο ζήτημα που δημιουργείται σχετικά με τις επιλογές που έχει η παραστρατημένη και εγκαταλελειμμένη Τούλα, βάζοντας τον εαυτό τους στη θέση της.

Το έργο του Χορν αποδόθηκε σχεδόν ολόκληρο. Η σκηνοθεσία του έπαιξε ευφυώς με τα στοιχεία του θεάτρου ντοκουμέντου, σε συνδυασμό με την εξαίρετη δραματουργική συνεργασία των Στάθη Γραφανάκη, Παναγιώτας και Κατερίνας Κωνσταντινάκου, η οποία ανέδειξε τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτού του εν μέρει ηθογραφικού εν μέρει νατουραλιστικού δράματος του μεσοπολέμου. Το σύνολο των ηθοποιών, Ηρώ Μπέζου (Τούλα), Βάσω Καμαράτου (Φρόσω), Κώστας Κουτσολέλος (Αντώνης), Φωτεινή Παπαχριστοπούλου (Κατίνα), Ρόζα Προδρόμου (Εύα), Θοδωρής Σκυφτούλης (Γιαβρούσης), Μιχάλης Τιτόπουλος (Γιάγκος) και Νικόλας Χανακούλας (θείος), και των υπόλοιπων συντελεστών Βασιλεία Ροζάνα (κοστούμια), Χάρα Κότσαλη (επιμέλεια κίνησης), Τάσος Παλαιορούτας (φωτισμοί), υποστήριξε την όλη προσέγγιση και την ανέδειξε, δίνοντας ένα άκρως ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Η Πειραματική του Εθνικού επιβεβαιώνει με αυτή τη θεατρική παραγωγή αφενός τον πειραματικό της χαρακτήρα, και αφετέρου την αμείωτη δυναμική με την οποία συνεχίζει το έργο της.

*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι Διδάκτωρ Θεατρολογίας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας