Από τα οικονομικά της Απάτης στα οικονομικά της Καταστροφής

2518
νεοφιλελεύθεροι

Τα οικονομικά της Απάτης
To 2002 τέθηκε σε κυκλοφορία το ευρώ με το βασικό σκεπτικό ότι οι χώρες της ευρωζώνης θα απηλλάσσοντο άπαξ δια πάντως από τον πληθωρισμό, την υποτίμηση των νομισμάτων τους και τις συχνές ακανόνιστες διακυμάνσεις των νομισμάτων τους.
Υποτίθετο ότι το κοινό νόμισμα θα δούλευε σε δυο επίπεδα. Σε ένα πρώτο επίπεδο οι οικονομίες ανάλογα με την παραγωγικότητα τους, την εξειδίκευση τους, τους διαφορετικούς οικονομικούς κύκλους και την δυναμικότητα τους, θα συνέκλιναν άπλα και μόνο επειδή θα είχαν κοινό νόμισμα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο υποτίθετο ότι το κοινό νόμισμα θα εξάλειφε τα εμπόδια και το κόστος αντιστάθμισης που δημιουργεί η μεταβλητότητα των διαφόρων νομισμάτων, στο εμπόριο και στα ταξίδια των πολιτών. Για τα κράτη το κοινό νόμισμα θα ήταν πλεονέκτημα σε σχέση με το εισαγόμενο πληθωρισμό από τις υποτιμήσεις, για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών. Φωνές περί του αντιθέτου, ότι όλα αυτά δεν συγκροτούν άριστη νομισματική περιοχή, αγνοήθηκαν.
Έτσι λοιπόν οι Ευρωπαίοι παρέδωσαν στους Γερμανούς τις εκτυπωτικές τους μηχανές για να μην υπάρξει ποτέ πια στην Ευρώπη υποτίμηση. Παράλληλα ανέθεσαν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με έδρα την Φρανκφούρτη, την έκδοση του ευρώ για να μην υπάρξει ποτέ πια πληθωρισμός στην Ευρώπη. Με βάση τον στόχο κάτω από 2% ετήσιο πληθωρισμό, η ευελιξία των τιμών και των μισθών υποτίθετο ότι αυτόματα θα προσάρμοζαν τα ισοζύγια πληρωμών των κρατών μελών.
Όλα αυτά έπεισαν ότι με την έλευση του ευρώ οι οικονομίες θα συνέκλιναν, αλλά αυτό έως σήμερα δεν επισυνέβη, αντίθετα οι οικονομίες όλο και αποκλίνουν και παρατηρήστε προσεκτικά το παρακάτω Γράφημα 1. Οι ρυθμοί ανάπτυξης των ΑΕΠ είναι εντελώς διαφορετικοί.


Γράφημα 1

Επίσης υποτίθετο ότι με την έλευση του ευρώ σε σύντομο διάστημα τα Ισοζύγια Τρεχουσών Συναλλαγών θα εξισορροπούσαν, αλλά ούτε αυτό συνέβη. Αντίθετα όλες οι χώρες της ευρωζώνης βρεθήκαν με ελλείμματα.


Γράφημα 2

Αν παρατηρήσετε το παραπάνω γράφημα, πριν την εισαγωγή του ευρώ όλες οι χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, είχαν ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών, πλην της Γαλλίας. Με την έλευση του ευρώ, η Γερμανία καταστεί πλεονασματική, η Γαλλία ελλειμματική και όλες οι υπόλοιπες χώρες διεύρυναν τα ελλείμματα τους. Αν προσθέσουμε τα ελλείμματα όλων των χωρών θα δούμε ότι αυτά αποτελούν το πλεόνασμα της Γερμανίας. Οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αποδειχθήκαμε καλή συντροφιά για την Γερμανία!
Έτσι το 2008, έξη χρονιά μετά την εισαγωγή του ευρώ, βρεθήκαμε σε κρίση που ακόμα δεν έχει ξεπεραστεί και όλες οι χώρες της ευρωζώνης βρεθήκαν με υψηλά δημοσιά χρέη όπως μας δείχνει το Γράφημα 3, ακόμα και οι χώρες που ήσαν τα δημοσιονομικά ‘καμάρια’ της Ευρωζώνης όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία πριν το 2008.

Γράφημα 3

Ας δούμε λίγο την ιστορία από την αρχή. Την 1η Ιανουαρίου του 2002, οι Ευρωπαίοι πολίτες είχαν αποφασίσει πια, ότι ήταν προτιμότερο την πολιτική που έχει σχέση με την δημοσιονομική πολιτική, την νομισματική πολιτική, την συναλλαγματική πολιτική, και την δασμολογική πολιτική να την ασκεί η γραφειοκρατία των Βρυξελλών κι η ΕΚΤ, παρά η εκάστου εκλεγμένη Κυβέρνηση κάθε χώρας.
Επίσης από εκείνη την μέρα οι Ευρωπαίοι πολίτες αποφάσισαν οι χώρες τους να είναι χρηστές ενός ιδιωτικού νομίσματος με ειδικά χαρακτηριστικά, που θα αποσκοπούσε στην απόκρουση του πληθωρισμού και μόνον. Κατά συνέπεια αποδέχτηκαν οι χώρες τους να μετατραπούν σε ιδιώτες, αφού το ευρώ θα μπορούσαν να το βρουν εφ’ εξής είτε από δανεισμό είτε από εξαγωγές όπως κάθε νοικοκυριό και εταιρεία.
Έχοντας αυτά κατά νου οι Ευρωπαίοι πολίτες, ασμένως αποδέχτηκαν οι Κυβερνήσεις τους να έχουν μόνο μια δυνατότητα, να ασκούν την εισοδηματική πολιτική (καθορισμός μισθών, ημερομισθίων, συντάξεων) έτσι ώστε οι χώρες τους να είναι ανταγωνιστικές, δηλαδή να μπορούν να βρίσκουν ευρώ από τις εξαγωγές παρά από τον δανεισμό, ή από δανεισμό που θα μπορεί όμως να ικανοποιείται μελλοντικά, γιατί ένας τέτοιος επικίνδυνος δανεισμός συνεπάγεται επί της ουσίας υποθήκευση όλων πολιτών ως αντικειμένων, πέραν της περιουσίας του κράτους και των πολιτών.
Κατά συνέπεια, σε αυτό το νομισματικό καθεστώς, οι πολίτες των κρατών μελών αποφάσισαν το κράτος τους, να παραδώσει την επικυριαρχία του.
Παρά τα διακηρυσσόμενα λοιπόν περί της Ευρώπης της συνεργασίας και της αλληλεγγύης και της Ευρώπης των Λαών, ουσιαστικά οι Ευρωπαίοι πολίτες αποφάσισαν ευθύς εξ αρχής η Ευρώπη του ευρώ, να είναι ζούγκλα θανατηφόρου ανταγωνισμού και αρπακτικότητας και ζώνη προσεχούς φτώχειας.
Θα περίμενε λοιπόν κάποιος, οι χώρες της Ευρωζώνης να ασκήσουν άμεσα περιοριστικές πολιτικές από την 1η Ιανουαρίου του 2002, ασχέτως των επιπτώσεων που θα είχαν αυτές οι απεχθείς πολιτικές στην πτώση του ΑΕΠ και στην απασχόληση, αφού οι Ευρωπαίοι σύσσωμοι αποφάσιζαν να πάνε πίσω στο 19ο αιώνα υιοθετώντας σε σύγχρονες Δημοκρατίες την χειρότερη μορφή του ‘κανόνα του χρυσού’, το ευρώ.
Ειδικά η Ελλάδα μπήκε στην ευρωζώνη με εικόνα οικονομίας που τρόμαζε.

Πίνακας 1, Πηγή ΕΛΣΤΑΤ

Από τον παραπάνω Πινάκα 1 παρατηρούμε ότι η Ελλάδα εισήλθε στη ζώνη του ευρώ, εκείνη την πρώτη μέρα του 2002, με χρέος 151,8 δις ευρώ, δηλαδή 103,7% του ΑΕΠ που ήταν 146,4 δις ευρώ. Στο τέλος του 2002, θα έπρεπε να πληρώσει τόκους, σε ευρώ πια, 8,7 δις ευρώ, ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έκλεισε το 2001 στο ύψος των 19,2 δις ευρώ, δηλαδή 13,2% του ΑΕΠ, ενώ το έλλειμμα της Κυβέρνησης ήταν 6,4 δις ευρώ, δηλαδή 4,5% επί του ΑΕΠ.
Αυτή ήταν η εικόνα της χώρας όταν μπήκε στο ευρώ, και ο πινάκας μας δείχνει και τις επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν ως το 2008.
Ποιος εχέφρων πρωθυπουργός και ποιο συνετό πολίτικο σύστημα, με αυτή την εικόνα της οικονομίας, θα οδηγούσε την χώρα του εκτός εθνικού νομίσματος; Ποιος σώφρων πρωθυπουργός θα ακολουθούσε μετά επεκτατική πολιτική, ενώ γνώριζε ότι ανά πάσα στιγμή είναι έρμαιο των Τραπεζών;
Εδώ εγείρεται το ερώτημα, ποιος επέτρεψε στις κυβερνήσεις να μην ασκήσουν αμέσως περιοριστικές πολιτικές αλλά επεκτατικές πολιτικές. Με άλλα λόγια, ‘αλήθεια, ποιος χρηματοδότησε αυτά τα ελλείμματα του δημόσιου, του ιδιωτικού τομέα και του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών της ευρωζώνης και οι χώρες σε λίγα χρόνια να βρεθούν με τόσο υψηλό χρέη;’ Πως αυτό καταστεί δυνατόν ενώ αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί σύμφωνα με την ‘μηχανική κατασκευή’ της ευρωζώνης.
Το γράφημα που ακολουθεί είναι αυτό που λέμε μια φωτογραφία χίλιες λέξεις. Διηγείται μια ιστορία απίστευτης ανηθικότητας που διεπράχθη στις αρχές του 21ου αιώνα στην Ευρώπη. Πιθανότατα είναι ότι πιο ανήθικο έγινε στην ιστορία της Ευρώπης εν καιρώ ειρήνης.


Γράφημα 4

Το Γράφημα 4, που είναι προϊόν της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, απεικονίζει την απόδοση των δεκαετών ομολόγων από το 1993 έως το 2011.
Ας δούμε την χώρα μας. Στο γράφημα την εκπροσωπεί η κόκκινη γραμμή. Αν κοιτάξτε από αριστερά, η χώρα δανειζόταν με επιτόκιο 25%, επιτόκιο που απηχούσε τον κίνδυνο της χώρας. Γύρω στο 1997 η χώρα δανειζόταν με 11%, όπως οι πιο πολλές χώρες της Ευρώπης, ενώ με την είσοδο της στο ευρώ η χώρα μας, όπως και οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης δανείζονταν όπως η Γερμανία.
Σαφώς η πτώση των επιτοκίων είναι φυσικό να επέλθει, σε ένα χώρο όπου a priori δεν θα υφίστατο πληθωρισμός και υποτιμήσεις ή ανατιμήσεις νομισμάτων.
Από την άλλη όμως, ουδείς εχέφρων μπορεί να παραδεχτεί ότι με την έλευση του ευρώ, η Ελλάδα έγινε Γερμανία, ή η Πορτογαλία έγινε Γερμανία και θα δανειζόντουσαν με όρους σχεδόν Γερμανίας. Η Ελλάδα παρέμεινε Ελλάδα, η Ιταλία Ιταλία και η Γερμανία Γερμανία. Καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν έγινε Γερμανία.
Ακριβώς γι αυτόν τον λόγο υπήρξε ανηθικότητα από πλευράς τραπεζών και της ΕΚΤ ή καλύτερα των αγορών εις βάρος των λαών του νότου. Ακριβώς γι αυτό τον λόγο το χρέος είναι εντελώς παράνομο. Γιατί αυτό οι Τράπεζες το γνώριζαν.
Αλήθεια, οι αγορές, με ποια λογική εξίσωσαν με την Γερμανία όλες τις χώρες της ευρωζώνης, και δάνειζαν τις χώρες με επιτόκιο λίγο πάνω από την Γερμανία. Κάθε κίνδυνος εξέλειπε; Τι συνέβη εδώ και οι εμπορικές τράπεζες αγόραζαν μετά μανίας τα ομόλογα του νότου; Πως διέγραψαν την αριστερή πλευρά του Γραφήματος 4, δηλαδή τον κίνδυνο από τον χάρτη; Γιατί αγόρασαν τέτοια ομόλογα που η απόδοση τους δεν αντανακλούσε τον κίνδυνο που φέρουν; Γιατί ξαναθυμήθηκαν τον κίνδυνο από το 2008 και μετά, σύμφωνα με το γράφημα 4;
Άλλα όταν αυτοεξαπατάσαι, ηθελημένα ή μη, μετά εξαπατάς τους άλλους ούτως ή άλλως.
Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς του ευρώ στηρίζεται στις ορθολογικές προσδοκίες. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας που συμμετέχει σε οποιαδήποτε αγορά, in principio επιδιώκει την μεγίστη ικανοποίηση του, και άρα είναι σε θέση, με βάση τις σημερινές και παρελθούσες τιμές, να γνωρίζει κάθε δυνητική μεταβολή της τιμής στο μέλλον, οποιουδήποτε ή για οτιδήποτε έχει τιμή. Με άλλα λόγια, κάθε σημερινή τιμή εμπεριέχει όλους τους κινδύνους που ίσως υπάρξουν στο μέλλον. Η σημερινή τιμή είναι ορθή, εμπεριέχει τον κίνδυνο, και συνεπώς δεν είναι δυνατόν στο μέλλον να υπάρξει αθέτηση υποχρέωσης, πτώχευση ή οποιαδήποτε γενική κρίση. Μισθοί και τιμές προσαρμόζονται αυτόματα σε κάθε συνθήκη, εφ όσον κάθε συνθήκη είναι αναμενόμενη και οι τιμές αυτό το αντανακλούν. Πιθανότατα να γίνουν λάθη στις εκτιμήσεις, άλλα σύμφωνα με την θεμελιώδη αυτή θεωρία, οι κίνδυνοι αλληλοεξουδετερώνονται, καθώς υποτίθεται ότι είναι εν πολλοίς ασύνδετοι μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος στην οικονομία είναι ασφαλιστικός και κατά συνέπεια το καπιταλιστικό σύστημα του ευρώ, είναι αιώνιο και αμετάβλητο. Το τέλος της ιστορίας. Πάσα αβεβαίωτης εξέλειπε. Ο κόσμος είναι εργοδικός, που σημαίνει ότι τα δεδομένα του παρελθόντος και του παρόντος αντανακλούν αυτά του μέλλοντος.
Με βάση το μάθημα που πήραμε το 1929, από το 1933 έως το 1999 οι Κεντρικές Τράπεζες είχαν ως κύριο καθήκον να παρέχουν την πρέπουσα ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα και να το σταθεροποιούν όταν χρειαζόταν. Παράλληλα ο νόμος GlassSteagal, που ψηφίστηκε το 1933 από την Αμερικανική Βουλή, που μετά έγινε νόμος κάθε κράτους, προέβλεπε αυστηρά ότι το τραπεζικό σύστημα θα έπρεπε να ασχολείται με εκείνα τα στοιχεία, και ότι αυτά εκπροσωπούν, που συνθέτουν το ΑΕΠ. Με άλλα λόγια το τραπεζικό σύστημα απαγορευόταν να ασχολείται με οτιδήποτε είχε σχέση με χρηματιστηριακές δραστηριότητες οποιασδήποτε μορφής, που ουσιαστικά συνθέτουν αυτό που λέγεται απλά κερδοσκοπία.
Οι τράπεζες εστίαζαν τις εργασίες τους, με βάση τον νόμο GlassSteagal, στην παροχή πιστώσεων για συναλλαγές που ήσαν μέρος του ΑΕΠ. Υπ‘ αυτή την εστίαση, δεν υπήρχε οροφή πιστώσεων ή πολύ υψηλές ποσοστώσεις πιστωτικής επέκτασης για επενδύσεις στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών ή για την βελτίωση της παραγωγικότητας. Όλες αυτές οι δραστηριότητες δεν είναι πληθωριστικές, άλλα κατ‘ εξοχήν αναπτυξιακές, που σημαίνει ότι οι επενδύσεις ήσαν μεγαλύτερες από τις επιθυμητές αποταμιεύσεις. Μέσω αυτών των δραστηριοτήτων οι τράπεζες έκαναν κέρδη λελογισμένα. Κάτω από αυτό το καθεστώς η ανθρωπότητα δεν έζησε τις κρίσεις των δεκαετιών του 1920 και 1930 που κορυφώθηκαν το 1929, ούτε πτωχεύσεις τραπεζών και η οικονομία διεθνώς αναπτύχτηκε.
Αλλά αυτό το ρυθμιστικό πλαίσιο ποτέ δεν το δέχτηκε το νεοφιλελεύθερο τραπεζικό κεφάλαιο. Τρόπον τινά εξαναγκάστηκε να το δεχτεί από την κρίση του 1929, και καθώς η μνήμη των ανθρώπων είναι κοντή, από το 1980 και μετά άρχισε ο νόμος GlassSteagal να ξηλώνεται. Τελικά το 1999, μετά από 12 προσπάθειες τα τελευταία 25 χρόνια, το Αμερικανικό Κογκρέσο κατάργησε τον νόμο αυτό, και ο υπουργός οικονομικών της Κυβέρνησης του Clinton, εισηγητής της κατάργησης Robert Rubin, εις ανταμοιβή, έγινε ένα από τα πλέον υψηλόβαθμα στελέχη της CitigroupO νόμος άρχισε να καταργείται σε όλες τις χώρες του κόσμου ενώ στην ευρωζώνη η κατάργηση του είχε ήδη περιγράφει από την συνθήκη του Μάαστριχτ.
Θα πρέπει εδώ να θυμόμαστε ότι είναι λάθος η κοινή πιστή ότι οι Τράπεζες δεν δίνουν δάνεια αν δεν έχουν καταθέσεις. Οι Τράπεζες δίνουν δάνεια, έστω και αν δεν έχουν ούτε ένα ευρώ κατάθεση, επειδή δημιουργούν το χρήμα μέσω μιας απλής λογιστικής εγγραφής.
Δεδομένων όλων αυτών, μπροστά στις τράπεζες ανοίχτηκε ένας ορίζοντας πραγματοποίησης φανταστικών κερδών. Όταν στις τράπεζες δίνεται το προνόμιο να δημιουργούν νέο χρήμα χωρίς κανένα έλεγχο ή οδηγία, έτσι ώστε να μην υπονομεύεται το δημόσιο καλό που αναφέρεται στην ευημερία και την σταθερότητα, δηλαδή οι επιθυμητές αποταμιεύσεις να μην είναι μεγαλύτερες από τις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, τότε έρχεται η καταστροφή. Επιδιώκοντας κάθε τράπεζα την μεγιστοποίηση των κερδών της μέσω των στρατηγικών τους, αυτό δεν σημαίνει ότι το συνολικό αποτέλεσμα τείνει προς την επιδιωκόμενη μεγιστοποίηση. Φέρει την πλήρη καταστροφή. Έχουμε πάλι την περίπτωση ‘του σφάλματος της σύνθεσης’. Ότι είναι καλό για έναν δεν έπεται ότι είναι καλό για το σύνολο. Αυτό οι νεοφιλελεύθεροι δεν το έχουν μάθει ακόμα.
Το 2008 όταν ξέσπασε η κρίση, οι δέκα μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ είχαν εκτεθεί σε τοξικά ομόλογα στο 60% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Όταν η κρίση ήλε στην Ευρώπη, που λοιδορούσε ως τότε τους Αμερικανούς για ανηθικότητα, απεκαλύφθη ότι οι τρεις μεγάλες γαλλικές τράπεζες είχαν εκτεθεί σε δανεισμό ίσο προς 316% του Γαλλικού ΑΕΠ. Οι δυο μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες είχαν δανεισμό ίσο προς το 114% του Γερμανικού ΑΕΠ. Η ΙΝG στην Ολλανδία είχε συνάψει δανεισμούς 211% του Ολλανδικού ΑΕΠ, ενώ οι τέσσερες μεγαλύτερες βρετανικές τράπεζες κρατούσαν ομόλογα 394% του Βρετανικού ΑΕΠ. Στην Ιταλία οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες είχαν εκτεθεί σε δανεισμό ίσο προς το 115% του ΑΕΠ της Ιταλίας. Οι ελληνικές τράπεζες κατείχαν το 25% του χρέους της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ το υπόλοιπο συνολικό χρέος, ιδιωτικό και δημόσιο, ύψους 206 δις ευρώ το είχαν γαλλικές και γερμανικές τράπεζες κυρίως. Πάνω από ένα τρις ευρώ ήταν η έκθεση σε δανεισμό των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών στις χώρες του νότου.
Μα που έβρισκαν όλα αυτά τα χρήματα οι Ευρωπαϊκές Τράπεζες για να δανείζουν; Μα είχαν πάει και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Τρισεκατομμύρια βραχυχρόνιου δανεισμού άντλησαν οι μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης από τις ΗΠΑ για να χρηματοδοτήσουν μακροπροθέσμως τον ιδιωτικό τομέα, τον δημόσιο τομέα και το έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών χωρών της Ευρωζώνης. Όταν ξέσπασε η θύελλα στην Αμερική και έκλεισαν οι κάνουλες της εύκολης χρηματοδότησης, αποκαλύφθηκε η διαφθορά των Ευρωπαίων τραπεζιτών και το έγκλημα που διέπραξαν εναντίον των Ευρωπαίων πολιτών.
Μα τι ακριβώς έγινε και ξέσπασε η κρίση του 2008; Όλος αυτός ο δανεισμός στο τέλος θα πρέπει να εξοφληθεί από την πραγματική οικονομία. Αν η πραγματική οικονομία δεν αναπτύσσεται πιο γρήγορα από την οικονομία της δημιουργίας αξιών ενεργητικού (δάνεια, ποικίλα χρεόγραφα, ομόλογα, μετοχές), που δεν αναφέρονται στην πραγματική οικονομία, με άλλα λόγια, αν οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία δεν είναι μεγαλύτερες από τις αποταμιεύσεις στο επίπεδο στοιχείων του ΑΕΠ αλλά το αντίθετο, τότε η συνολική ζήτηση, κάποια στιγμή και αιφνιδίως θα αρχίσει να συρρικνώνεται, η ανεργία θα αυξάνεται και θα έχουμε επιμένουσα κρίση, επειδή όλοι θα έχουν βρεθεί καταχρεωμένοι, τράπεζες, ιδιωτικός τομέας, εξωτερικός ελλειμματικός τομέας και κράτη.
Το 2008 οι τράπεζες βρέθηκαν με διπλό πρόβλημα. Σε κρίση φερεγγυότητας δηλαδή στο κατά πόσο είχαν επαρκές κεφάλαιο να καλύψουν τα κόκκινα τους δάνεια, και σε κρίση ρευστότητας στο δηλαδή κατά πόσο είχαν επαρκείς αξίες άμεσα ρευστοποιήσιμες για να καλύψουν τις άμεσες υποχρεώσεις τους. Ήσαν βαρέλι δίχως πάτο.
Τότε έντρομοι οι ηγέτες της Ευρώπης και οι τραπεζίτες κατάλαβαν ότι δεν είχαν τα μέσα και τους τρόπους να αντιμετωπίσουν το θέμα της κρίσης.
Κατάλαβαν ότι το τραπεζικό σύστημα σε κάθε χώρα της ευρωζώνης είχε γίνει τόσο μεγάλο που η κάθε μια χώρα χωριστά δεν θα μπορούσε από μόνη της να σώσει το τραπεζικό της σύστημα. Αντιλήφθηκαν ότι η ΕΚΤ είναι τράπεζα μαϊμού, που σαν στόχο είχε μόνο να μας σώσει από ένα καλπάζοντας πληθωρισμό τύπου Γερμανίας του 1923 ή Ζιμπάμπουε κάτι που ήταν εκτός πραγματικότητας. Όπως ήταν και είναι φτιαγμένη, δεν μπορούσε να σώσει ούτε μια τράπεζα από την πτώχευση, ούτε ένα κράτος. Δεν ήταν και δεν είναι μια πραγματική κεντρική τράπεζα που θα μπορούσε να σταθεροποιήσει το σύστημα. Δεν μπορούσε –και ακόμα δεν μπορεί- να ασκήσει την λειτουργία του lender-of-last-resort όπως η FED στην Αμερική ή η Τράπεζα της Αγγλίας ή κάθε σοβαρή Κεντρική Τράπεζα σε όλο τον κόσμο. Υποθέτω ότι μερικοί ηγέτες θα θυμήθηκαν ότι είχαν παραδώσει τις πρέσες εκτύπωσης εθνικού νομίσματος και την ανεξάρτητη νομισματική πολιτική που ήταν το αμορτισέρ απορρόφησης των κραδασμών της οικονομίας και της προσαρμογής της στη διεθνή οικονομία.
Αφού οι ηγέτες μας βρεθήκαν στην κατάσταση να μην μπορούν να πληθωρισμών για να αποφύγουν το πρόβλημα στο οποίο περιήλθαν (είπαμε είχαν παραδώσει τις εκτυπωτικές πρέσες στη Γερμάνια), να μην μπορούν να υποτιμήσουν για να αποφύγουν το πρόβλημα (είπαμε δεν υπήρχε εθνικό νόμισμα), τους απέμενε ή να πτωχεύσει η Ευρώπη, πράγμα που θεώρησαν ότι θα τίναζε το τραπεζικό σύστημα στον αέρα και θα ζούσαμε στιγμές δευτέρας παρουσίας, ή να εφαρμοστεί γενική λιτότητα σε όλη την Ευρώπη. Αποφάσισαν το δεύτερο. Τα οικονομικά της άπατης μας οδήγησαν στην λιτότητα.
Με άλλα λόγια η λιτότητα εφαρμόστηκε για να σωθούν οι τράπεζες. Η έκρηξη του υπερδανεισμού των χωρών της ευρωζώνης είναι το σύμπτωμα και όχι η αιτία της λιτότητας που ζούμε σήμερα. Η αιτία είναι αυτό καθ αυτό το ευρώ, το διεφθαρμένο τραπεζικό σύστημα και ο βλακώδεις θεωρίες των νεοκλασικών πάνω στις όποιες στηρίχτηκε η οικοδόμηση της Ευρωζώνης.
Αν αυτή την στιγμή οι Έλληνες βρισκόμαστε στην πιο δεινή θέση από τότε που γίναμε Κράτος, αυτό οφείλεται στον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα και όχι στο κράτος. Αυτό ας το μάθει καλά κάθε άνεργος νέος, κάθε νέος που μεταναστεύει, κάθε νέος των 200 ευρώ, κάθε εργαζόμενος που του κόβεται ο μισθός, κάθε συνταξιούχος που εξευτελίζεται, κάθε νοικοκύρης που του παίρνουν το σπίτι.
Εδώ εγείρεται ένα ερώτημα. Στην Αμερική η κρίση άρχισε με τις Τράπεζες και έληξε μέσα στις Τράπεζες. Ο Αμερικανικός Λαός, οι φορολογούμενοι, δεν πλήρωσαν τίποτα για την σωτηρία των τραπεζών. Εδώ, γιατί το θέμα της αναχρηματοδότησης των τραπεζών μετακυλίστηκε στους φορολογουμένους; Η απάντηση είναι απλή. Γιατί η ευρωπαϊκή ελίτ δεν επιθυμούσε την μετάλλαξη της Ευρώπης σε Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης και κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία. Και αυτός είναι ο λόγος που για την κρίση δεν κατηγορηθήκαν οι τράπεζες άλλα οι διεφθαρμένοι Νότιοι, ασχέτως αν οι ανήθικοι ήσαν οι Βόρειοι. Αν ένας Έλληνας ήθελα μια Μερσεντές ένας καλός Γάλλος τραπεζίτης θα χρηματοδοτούσε την αγορά αυτή, ενώ ένας Έλληνας τραπεζίτης χρηματοδοτείσαι όλα το λάιφ στάιλ της Ελλάδας.
Και έτσι από τα οικονομικά της άπατης και της διαφθοράς οδηγηθήκαμε στα οικονομικά της καταστροφής, στην λιτότητα.
Τα οικονομικά της Καταστροφής
Η στρατηγική της Τρόικας για την Ελλάδα, άλλα και για όλη την ευρωζώνη, αφού αποφασίστηκε ότι τις τράπεζες θα τις ανακεφαλαιώσουν οι λαοί, στηρίζεται στην νεοκλασική υπόθεση ότι η εσωτερική υποτίμηση θα αυξήσει της εξαγωγές και θα δώσει την ευκαιρία στην κυβέρνηση να έχει πλεόνασμα διαρκές πάνω από 3% ετησίως, έτσι ώστε άνετα να πληρώνει τα δάνεια της, χωρίς να υπονομευτεί η οικονομική ανάπτυξη.
Τα αποτελέσματα εφαρμογής αυτής της πολίτικης μέχρι σήμερα μας δίνει το παρακάτω γράφημα μαζί με τις εκπληκτικές προβλέψεις του ΔΝΤ για την εξέλιξη του ΑΕΠ της Ελλάδος.

Γράφημα 5

Ούτε μια πρόβλεψη στα 7 χρόνια από το 2010 έως το 2016 δεν έχουν κάνει σωστά και τώρα με το νέο μνημόνιο κάνουν προβλέψεις έως το 2022. Αυτό και αν λέγεται θράσος. Κάποιος νομικός ας πάρει αυτό το γράφημα και ας κάνει μια αγωγή σε ένα δικαστήριο.
Άλλα επιστημονικά γιατί την πατάνε; Άπλα στο μυαλό τους δεν έχουν ανακαλύψει τι διασυνδέει τον δημόσιο τομέα, τον ιδιωτικό τομέα και το εξωτερικό τομέα της οικονομίας.
Όσο αυτό δεν το ανακαλύπτουν, σας διαβεβαιώνω τόσο πιο πολύ η χώρα θα βρίσκεται ένα βήμα πριν από μια καθολική κατάρρευση, η οποία θα εκδηλωθεί αιφνιδίως με σφοδρή κοινωνική σύγκρουση.
Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι οι πλεονασματικές πολιτικές ή αλλιώς οι πολιτικές λιτότητας, που δήθεν περιορίζουν το κράτος, ουσιαστικά καταστρέφουν τον ιδιωτικό τομέα.
Είναι ένα σοβαρό θέμα το οποίο χρήζει μιας επιμελημένης ανάλυσης.
Ο δημόσιος τομέας της οικονομίας φορολογεί και δαπανά, ο ιδιωτικός τομέας επενδύει και αποταμιεύει, που είναι τα πραγματικά έσοδα των νοικοκυριών μετά την φορολόγηση τους, τις καταναλωτικές τους δαπάνες και άλλες υποχρεώσεις δάνεια, γιατροί, κάρτες. Ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας εξάγει και εισάγει. Με τις ενέργειες αυτές οι τομείς της οικονομίας αλληλοεπηρεάζονται.
Με άλλα λόγια, οι πράξεις των τομέων της οικονομίας σε τελική ανάλυση αλληλοκαθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα, για την αύξηση ή μείωση του ΑΕΠ και της απασχόλησης.
Τι συνδέει και τους τρεις τομείς της οικονομίας; Τους συνδέει η σχέση: (δαπάνες του δημόσιου-φορολογικά έσοδα του δημόσιου) + (δαπάνες του ιδιωτικού τομέα-αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα)+( εξαγωγές-εισαγωγές)=0. Αυτή η σχέση ισχύει πάντα, για κάθε οικονομία. Είναι σχέση παντός καιρού. Είναι Νόμος.
Ας αφήσουμε κατά μέρος για λίγο τον εξωτερικό τομέα, και ας υποθέσουμε ότι η οικονομία αποτελείται από τον ιδιωτικό τομέα και τον δημόσιο τομέα. Τι συνδέει αυτούς τους δυο τομείς. Με βάση τα παραπάνω θα ισχύει: (δαπάνες του δημόσιου-φορολογικά έσοδα του δημόσιου) + (δαπάνες του ιδιωτικού τομέα-αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα)=0 ή αλλιώς (δαπάνες του δημόσιου- φορολογικά έσοδα του δημόσιου)= (αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα-δαπάνες του ιδιωτικού τομέα)
Πέρα από κάθε ακαδημία οικονομικής πειθούς και ιδεολογίας, με βάση την απλή λογιστική των εθνικών λογαριασμών, η σχέση αυτή, σημαίνει ότι, όταν ο δημόσιος τομέας έχει έλλειμμα, δηλαδή οι δαπάνες του είναι μεγαλύτερες από τα φορολογικά του έσοδα, τότε ο ιδιωτικός τομέας θα έχει περίσσευμα, δηλαδή τα τελικά έσοδα του ιδιωτικού τομέα (αποταμιεύσεις) είναι μεγαλύτερα από τις δαπάνες του. Προσοχή τώρα, όσο είναι το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, τόσο ακριβώς είναι, έως το τελευταίο ευρώ, το περίσσευμα του ιδιωτικού τομέα.
Αντιστρόφως, όταν οι επενδυτικές δαπάνες του ιδιωτικού τομέα είναι μεγαλύτερες από τις αποταμιεύσεις του, δηλαδή δαπανά περισσότερα απ όσα εισπράττει, τότε ο δημόσιος τομέας έχει περίσσευμα, δηλαδή τα φορολογικά έσοδα του κράτους είναι μεγαλύτερα από τις δαπάνες του και κατά συνέπεια το κράτος μειώνει τον δανεισμό του. Και εδώ ισχύει το ίδιο, όσο είναι το έλλειμμα του ιδιωτικό τομέα τόσο ακριβώς θα είναι, έως το τελευταίο ευρώ, το περίσσευμα του δημόσιου τομέα.
Με βάση τα παραπάνω πως είναι δυνατόν να έχουμε αύξηση του ΑΕΠ. Αυτό είναι το ζητούμενο.
Αν ο στόχος του δημόσιου τομέα είναι να έχει διαρκή περισσεύματα, αυτό σημαίνει ότι ο ιδιωτικός τομέας αναλαμβάνει τις δαπάνες της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Ανάπτυξη σημαίνει δαπάνη, πρώτα απ’ όλα.
Άρα ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να δαπανήσει έτσι ώστε να καλύπτει:
1)   τα πλεονάσματα του δημόσιου τομέα
2)   τις απαιτήσεις των νοικοκυριών να αποταμιεύουν, μετά την δαπάνη τους για κατανάλωση, την αποπληρωμής των φόρων τους και άλλων υποχρεώσεων
3)   να μπορούν οι επιχειρήσεις να αποπληρώνουν τους τόκους δανεισμού τους, που θα είναι υψηλοί, αφού ο δημόσιος τομέας αποσύρει χρήματα από την αγορά λόγω υψηλής φορολόγησης για την αποπληρωμή των πιστωτών (αυτά περί ποσοτικής χαλάρωσης είναι φαιδρά)
4)    να δημιουργεί κέρδη
Οίκοθεν νοείται ότι το παραπάνω εγχείρημα είναι εν τη γενέσει του θνησιγενές. Οι επιχειρήσεις βραχυχρονίως μπορεί να παρουσιάζουν μεγάλα ελλείμματα, μακροχρονίως δε ποτέ, διότι θα πτωχεύσουν. Οι επιχειρήσεις λειτουργούν με στόχο το κέρδος. Αν οι δαπάνες τους για να καλύψουν τα παραπάνω, ξεπερνούν τα κέρδη τους, θα περικόψου τις δαπάνες τους για να έχουν κέρδη. Αυτό σημαίνει βαθειά ύφεση και ανεργία, έως το σημείο εκείνο που το κράτος αδυνατώντας να μαζέψει φόρους, θα βρεθεί σε έλλειμμα και πάλι, με ΑΕΠ κατώτερο απ ότι ξεκίνησε και με ανεργία μεγαλύτερη από ότι ήταν πριν.
Αν ο δημόσιος τομέας επιμείνει στην ίδια πολιτική, να έχει περισσεύματα, η ύφεση θα είναι πια επική που θα συνοδευτεί με κοινωνική έκρηξη.
Ας βάλουμε τώρα και τον εξωτερικό τομέα της οικονομίας στην εικόνα μας, μήπως τα παραπάνω συμπεράσματα μεταβληθούν.
Ας υποθέσουμε ότι ο εξωτερικός τομέας έχει περίσσευμα, δηλαδή οι εξαγωγές είναι μεγαλύτερες από τις εισαγωγές. Αν ο δεδηλωμένος στόχος της Κυβέρνησης είναι να έχει περίσσευμα, τότε η αφαίρεση ρευστού χρήματος από την οικονομία λόγω της υψηλής φορολογίας, θα μπορούσε να καλυφθεί από το περίσσευμα του εξωτερικού τομέα, από χρήματα που έρχονται από το εξωτερικό, αν υποθέσουμε ότι τα μεγέθη είναι ίσα. Δηλαδή η φορολογία μείον τις δαπάνες του κράτους είναι όσες με τις εξαγωγές μείον τις εισαγωγές. Στην περίπτωση αυτή, αν ο ιδιωτικός τομέας δεν θα αλλάξει την συμπροφορά του, δηλαδή η ζήτηση παραμείνει ίδια, τότε και το ΑΕΠ και οι θέσεις εργασίας δεν θα μεταβληθούν. Κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή δεν μπορούμε να μιλάμε για οικονομική ανάπτυξη.
Ας υποθέσουμε πάλι ότι εξωτερικός τομέας έχει περίσσευμα, η πολιτική λιτότητας, φόροι μεγαλύτεροι από τις κρατικές δαπάνες, θα μπορούσε να εφαρμοστεί, χωρίς η ανάπτυξη να τεθεί σε κίνδυνο και οι θέσεις εργασίας, αν και εφόσον ο ιδιωτικός τομέας παρουσίαζε έλλειμμα, δηλαδή οι δαπάνες του να είναι μεγαλύτερες από το εισόδημα του. Αυτή η πολιτική φυσικά δεν είναι βιώσιμη ούτε βραχυχρονίως όπως προείπαμε.
Με άλλα λόγια, για να έχει επιτυχία η πολιτική λιτότητας, με ισοζύγιο πληρωμών πλεονασματικό, αυτό εξαρτάται από την συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα.
Αν υποθέσουμε ότι ο δημόσιος τομέας επιθυμεί να έχει πλεόνασμα και ο ιδιωτικός επιμείνει να έχει επίσης πλεόνασμα, δηλαδή τα έσοδα του να είναι μεγαλύτερα από τις δαπάνες του, και με πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών (εξωτερικός τομέας), το αποτέλεσμα θα είναι πάλι μείωση του εθνικού εισοδήματος, αύξηση της ανεργίας, και ο δημόσιος τομέας να βρεθεί πάλι με έλλειμμα.
Με άλλα λόγια καθώς ο ιδιωτικός τομέας και δημόσιος τομέας μειώνουν τις δαπάνες τους το ΑΕΠ θα μειωθεί έστω και αν αυξάνονται οι εξαγωγές. Όσο η συμπεριφορά του ιδιωτικού τομέα παραμένει η ίδια, τόσο και το κράτος δεν θα μπορεί να ασκήσει την πολιτική των πλεονασμάτων.
Αν λοιπόν ο δημόσιος τομέας επιθυμεί να έχει πλεονάσματα, τότε θα πρέπει ο εξωτερικός τομέας να είναι εκείνος που μέσω της αύξησης των εξαγωγών θα ικανοποιεί την επιθυμία του ιδιωτικού τομέα να αποταμιεύει, δηλαδή να αντισταθμίζει την διαρροή χρήματος από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Οίκοθεν νοείται ότι το ΑΕΠ θα μειωθεί έως το σημείο εκείνο όπου το πλεόνασμα του εξωτερικού τομέα θα εξισωθεί με τα έσοδα του ιδιωτικού τομέα. Αν όμως ο ιδιωτικός τομέας συνεχίσει να αποταμιεύει, αφού θα εξακολουθεί να ισχύει η πολιτική της λιτότητας, θα έχουμε περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ και το κράτος πάλι με ελλείμματα.
Η μονή περίπτωση η πολιτική των κρατικών πλεονασμάτων να είναι βιώσιμη, είναι το περίσσευμα από τις εξαγωγές-εισαγωγές, να είναι τόσο μεγάλο που να καλύπτει και τα πλεονάσματα του κράτους και το πλεόνασμα του ιδιωτικού τομέα άλλα και να συνεισφέρει περαιτέρω στην οικονομική ανάπτυξη. Αυτή η περίπτωση είναι έργο επιστημονικής φαντασίας ή για να είμαστε δίκαιοι το έχει καταφέρει η αυτάρκης Νορβηγία.
Αν υποθέσουμε τώρα ότι το ισοζύγιο πληρωμών είναι ελλειμματικό και η κυβέρνηση επιθυμεί να ασκήσει πλεονασματική πολιτική τότε οδηγεί την χώρα με την θέληση της σε βίαιη καταστροφή. Είναι η πολιτική που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Από την παραπάνω ανάλυση έγινε κατανοητό ότι η πολιτική των πλεονασμάτων ή η πολιτική της λιτότητας δεν είναι βιώσιμη, είναι καταστροφική, γιατί είναι αντιαναπτυξιακή και όποιος υποστηρίζει το αντίθετο, λίαν επιεικώς δεν γνωρίζει οικονομικά.
Είναι προφανές λοιπόν, η επιμονή μας, για εννέα ολόκληρα χρόνια, να πιστεύουμε στο ευρώ και στις πλεονασματικές πολιτικές ή ακόμα να πιστεύουμε ’θεωρίες’ που ισχυρίζονται ότι το ευρώ ή το χρήμα γενικότερα δεν παίζει ρόλο στην οικονομία, μας έχουν φέρει σε αυτή την δύσκολη κατάσταση από όπου δεν υπάρχει οδός διαφυγής.
Η Χώρα και η Ελληνική Οικονομία, με την επιμονή των θεσμών για διαρκή περισσεύματα του Δημόσιου Τομέα, βρίσκονται ένα βήμα πριν από μια αιφνίδια βιβλική καταστροφή που θα έλθει.
Η επιστροφή στο Εθνικό Νόμισμα είναι επιβεβλημένη.
Πιο απλά δεν γίνεται. Διαδώστε αυτό το άρθρο.
*Ο Σπύρος Στάλιας είναι Οικονομολόγος Ph.D

1 σχόλιο

  1. Η κάθε χώρα με το επίπεδο γνώσεων και την εργατικότητα του λαού της -καθώς και την καθ’ εαυτήν αξία της- έχει μια αποτίμηση (όλα μαζί).
    Αυτή η αποτίμηση αντανακλάται στα εισοδήματα των κατοίκων της χώρας (το λεγόμενο εθνικό προιόν).
    Οι χώρες είναι ανταγωνιστικές η μια προς την άλλη (πτώση πάση θυσία κόστους παραγωγής και εξαγορά κρίσιμων κερδοφόρων τομέων μπιρ παρά από ξένα κεφάλαια), οτιδήποτε δε άλλο ελέχθη στο παρελθόν είναι απλώς για τους νεφελοβάτες.
    Όταν την χρηματική “αξιολόγηση” την κάνει ο ξένος, στο δικής του κοπής νόμισμα, μόνο απολύτως ρομαντικοί (είτε… μεσίτες με προμήθεια) δεν αντιλαμβάνονται που οδηγείται το θέμα.
    Το χρήμα είναι το αίμα της οικονομίας και οφείλει να έχει υψηλή κυκλοφορία (ει δυνατόν μεταξύ των εγχώριων παραγωγών αγαθών και υπηρεσιών).
    Το αραχτό χρήμα περνάει συνηθέστατα από τα φίλτρα των παρασιτικών συσσωματώσεων και μέρος αυτού μόνον οδηγείται στην εγχώρια προσφορά.
    Είναι σαφώς και θέματα εμπορικών ισοζυγίων που “τριμάρουν” τις συνταγές, επειδή δεν είμαστε κουβειτ.
    Πάντα δυνατά Σπύρο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας