Το πρόβλημα του «Μακεδονισμού» και του ξέφρενου αλυτρωτισμού δεν είναι ένα ουδέτερο φαινόμενο

παρασκήνιο

Το πρόβλημα του «Μακεδονισμού» και του ξέφρενου αλυτρωτισμού με τον οποίο συνταυτίστηκε, δεν είναι ένα ουδέτερο φαινόμενο ανατροφοδοτούμενο από το πουθενά…
Είναι προϊόν συγκεκριμένου συστήματος αντιλήψεων, το οποίο ανατροφοδοτείται πάνω σε έναν συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης της ιστορίας, ο οποίος με τη σειρά του τροφοδότησε συγκεκριμένες επιλογές στη Γεωπολιτική, και φυσικά αυτός ο φαύλος κύκλος δεν εξέλειπε και δεν θα εκλείψει, όσο δεν αποτολμάται να σπάσει οριστικά η θερμοκοιτίδα που τον συντηρεί και τον γιγαντώνει.
Γι αυτό και συνιστά τουλάχιστον παιδαριώδη αφέλεια, να πιστεύει κανείς, πως τα εκφραστικά παιχνίδια μέσα από τα οποία επιχειρείται να συντηρηθεί η μήτρα του αλυτρωτισμού, θα σκοτώσουν το τέρας που εξέθρεψε εδώ και δεκαετίες.
Όχι… Δεν είναι διόλου ακατανόητη η πρεμούρα με την οποία επιχειρεί αυτή η κυβέρνηση, να κλείσει όπως – όπως, θεμελιώδη κεφάλαια που συναποτελούν τον σκληρό πυρήνα της Εξωτερικής μας πολιτικής, μιας και… 
μέσω αυτών οριοθετείται έναντι πάντων, αυτό που είθισται να αποκαλούμε «εθνική αντίληψη» στα ζητήματα άσκησης πραγματικής εθνικής κυριαρχίας.
Πρόκειται για μια απολύτως ερμηνεύσιμη επιλογή, από τη στιγμή που επιβεβαιώνεται πως το συγκεκριμένο πολιτικό προσωπικό – συνεπικουρούμενο βεβαίως και από μια ευρύτατη πλειοψηφία του πολιτικού φάσματος – επιχειρεί να διαχειριστεί αυτά τα ζητήματα, όχι με γνώμονα το ειδικό βάρος που έχει το γεωπολιτικό τους αποτύπωμα στην ίδια την υπόσταση της χώρας, αλλά με βάση τη θέση που επιφυλάσσεται στην ίδια τη χώρα, ως αναλώσιμο μέγεθος, στην ευρύτερη γεωστρατηγική ατζέντα των ισχυρών.
Το πρώτο συμπέρασμα λοιπόν, είναι πως οι «διαπραγματεύσεις»  που διεξάγονται για την «επίλυση του Σκοπιανού», με κυρίαρχο στοιχείο τη μπόχα που αναδύεται από τα απόνερα της«μυστικής διπλωματίας»,  δεν αποτελούν μια αυτοτελή διπλωματική πρόκληση, αλλά μέρος μιας συνολικά γονατισμένης εξωτερικής πολιτικής, που δεν σηματοδοτείται από εθνικές προτεραιότητες, αλλά περιορίζεται στο συμπληρωματικό – διαχειριστικό ρόλο που της έχει ανατεθεί, στα πλαίσια της Αμερικανικής γεωστρατηγικής ατζέντας.
Το δεύτερο στοιχείο, αφορά στο στρατηγικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται η όλη διαχείριση του προβλήματος, και αυτό ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ μια συνολικά επεξεργασμένη Βαλκανική πολιτική που καλείται να διαχειριστεί μια εθνικά κυρίαρχη χώρα, αλλά ένας σχεδιασμός για τα Βαλκάνια, με χώρες υποβαθμισμένες σε διοικητικά προτεκτοράτα, που δεν θα αποτελούν κυρίαρχες κρατικές οντότητες, αλλά μέρος μιας ευρύτερης ενεργειακής, εμπορικής και γεωστρατηγικής σκακιέρας των Αμερικανονατοϊκών πατρώνων.
Μέσα σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον, οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι αναφορικά με την αξιολόγηση όλων αυτών που συντελούνται, αλλά και με σαφήνεια τοποθετημένοι στον αντίποδα ενός επικίνδυνου παιχνιδιού, στο οποίο πρωταγωνιστεί θριαμβολογώντας ο κ. Κοτζιάς αλλά και προσωπικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας.
Στο Ιόνιο, και παρά τις θριαμβολογίες και των δυο, αυτό που ασκείται δεν είναι μια περήφανη και σθεναρή εξωτερική πολιτική που ανοίγει δρόμους με ορίζοντα επόμενης μέρας, αλλά μια δουλοπρεπής διαχείριση μέσα από την οποία εκκαθαρίζονται «συμβολαιογραφικές» εκκρεμότητες ενός «οικοπέδου» που επείγει να παραδοθεί «καθαρό» στους υπερατλαντικούς ενορχηστρωτές των μεγάλων ενεργειακών και γεωστρατηγικών χορογραφιών που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Οι μεγαλοκουβέντες λοιπόν για την (επαν)οριθέτηση θαλασσίων Οικονομικών Ζωνών με την Αλβανία, και τα μεγαλοτολμήματα για την αποσπασματική επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ, δεν αποτελούν παρά μέρος προσυμφωνημένων υποχρεώσεων, στο πλαίσιο μια «καθαρής» παραχώρησης κυριαρχίας, για το ξεδίπλωμα των σχεδιασμών των ισχυρών μας «συμμάχων».
Στο Αιγαίο, η «εθνική υπερηφάνεια» αποκαθηλώνεται πολλαπλά, όχι μονάχα στα σχετιζόμενα με την αυτοτελή άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά στη συνολική διαχείριση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες φυλακίζονται στην ιδιότυπη μιζέρια ενός απροκάλυπτου γιουσουφακισμού, αποκορύφωμα του οποίου υπήρξε, ακόμη και η κατάπτυστη διαχείριση της τύχης των 8 στρατιωτικών.
Εδώ, η απόλυτη ηττοπάθεια βαφτίστηκε σκοπιμότητα «επιβαλλόμενη από το εθνικό συμφέρον», και η αυτονόητη απόφαση της αρμόδιας αρχής για παροχή πολιτικού ασύλου στους 8 διωκόμενους πολιτικούς πρόσφυγες , προσφέρεται αδίστακτα ακόμη και αυτή σε ρόλο Ιφιγένειας, μέσα σε ένα delirium  πρωτοφανούς δουλοπρέπειας, στο οποίο επιδίδεται η πολιτική ηγεσία του τόπου, μετατρέποντας την χώρα σε μακρύ χέρι των τιμωρών του Ερντογάν, σε βάρος του ίδιου του λαού του.
Αυτό λοιπόν είναι το πλαίσιο της απόλυτης εθνικής κατάπτωσης, μέσα στο οποίο οι μασκαράδες της «περηφάνιας» επιχειρούν να εμφανίσουν ως «ιστορική ευκαιρία» ένα ακόμη γραμμάτιο ντροπής που προσυπέγραψαν, ΚΑΙ στη διαχείριση των Ελληνοαλβανικών σχέσεων, αλλά ΚΑΙ στην πολυδιαφημισμένη ευκαιρία επίλυσης του «Σκοπιανού». Πάμε τώρα και στα ίδια τα γεγονότα…

Ελληνοαλβανικές σχέσεις…

Στη ρητορική των Ελληνοαλβανικών σχέσεων, έχει εισβάλει αμετάκλητα ο πληθυντικός αριθμός όταν υπάρχει αναφορά σε προβλήματα, και αυτό είναι μέρος μιας συνολικότερης δικαίωσης της Αλβανικής εξωτερικής πολιτικής, της οποίας πάγια επιδίωξη ήταν η διεύρυνση της Ελληνοαλβανικής ατζέντας εκκρεμοτήτων.
Σε αυτή τη ρητορική, είναι επίσης εμφανής και η ποιοτική αναβάθμιση στη φυσιογνωμία των προβλημάτων.
Και μπορεί μεν ο κ. Κοτζιάς να επιχειρεί δολίως να επενδύσει στην απόπειρα αξιακής υποβάθμισης της προσωπικής του αυτοπαγίδευσης, μιλώντας για «απαράδεκτα ιστορικά κατάλοιπα που θα πρέπει να ξεμπερδεύουμε με αυτά», η Αλβανική διπλωματία όμως, δεν είναι διόλου επιεικής με τον γιουσουφακισμό του, γι αυτό και κάνει ευθέως λόγο για ύπαρξη διμερούς ατζέντας με εκκρεμότητες που έχουν ιστορική φυσιογνωμία, και φυσικά στο πλαίσιο αυτής της αναπάντητης προσέγγισης, αποκαλύπτει πως το – κατά Κοτζιά – «ιστορικό κατάλοιπο» της άρσης του εμπολέμου, για την Αλβανική εξωτερική πολιτική, δεν είναι μια απλή ξεχασμένη ιστορική εκκρεμότητα, αλλά συνδέεται ευθέως με το Τσάμικο… με το περιουσιακό των Τσάμηδων… και εν τέλει με το ίδιο το εδαφικό, με ότι και αν αυτό μπορεί να σηματοδοτήσει για το μέλλον.
Στη διαχείριση λοιπόν της Ελληνοαλβανικής ατζέντας, η μυστική διπλωματία στην οποία ενέδωσε ο κ. Κοτζιάς, έχει ήδη αποδώσει τους πρώτους καρπούς. Ο Αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός ισχυροποιείται και η Ελληνική Εξωτερική πολιτική ροκανίζεται ανεπίτρεπτα.

Σκοπιανό…

Μέσα σε έναν ορυμαγδό αποπροσανατολιστικής επικοινωνιακής επιχειρηματολογίας, με κυρίαρχο στοιχείο την πολιτική εξαπάτηση, μια ακόμη πράξη ανεπίτρεπτης εθνικής διολίσθησης, επιχειρείται να εμφανιστεί ως «ιστορική ευκαιρία» για την επίλυση μιας ιστορικής εκκρεμότητας, που σέρνεται 25 χρόνια. Η αλήθεια και εδώ βεβαίως είναι διαφορετική.
Πρώτον γιατί το πρόβλημα των Σκοπίων, δεν οριοθετείται ιστορικά από τη στιγμή που καταγράφεται και τυπικά ως διμερής εκκρεμότητα, αλλά αρκετά προγενέστερα της 25ετίας, και το ιστορικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εδράζεται, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αγνοηθεί.
Δεύτερον γιατί το πρόβλημα του «Μακεδονισμού» και του ξέφρενου αλυτρωτισμού με τον οποίο συνταυτίστηκε, δεν είναι ένα ουδέτερο φαινόμενο ανατροφοδοτούμενο από το πουθενά, αλλά προϊόν συγκεκριμένου συστήματος αντιλήψεων, το οποίο ανατροφοδοτείται πάνω σε έναν συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης της ιστορίας, ο οποίος με τη σειρά του τροφοδότησε συγκεκριμένες επιλογές στη Γεωπολιτική, και φυσικά αυτός ο φαύλος κύκλος δεν εξέλειπε και δεν θα εκλείψει, όσο δεν αποτολμάται να σπάσει οριστικά η θερμοκοιτίδα που τον συντηρεί και τον γιγαντώνει.
Γι αυτό και συνιστά τουλάχιστον παιδαριώδη αφέλεια, να πιστεύει κανείς, πως τα εκφραστικά παιχνίδια μέσα από τα οποία επιχειρείται να συντηρηθεί η μήτρα του αλυτρωτισμού, θα σκοτώσουν το τέρας που εξέθρεψε εδώ και δεκαετίες.
Αναζήτηση «λύσεων» που επιχειρούν να κουκουλώσουν το πρόβλημα πίσω από εκφραστικά τερτίπια, δεν συνιστούν λύση αλλά συνομολογία αποδοχής του προβλήματος, έμμεση αλλά ευθεία δικαίωση της ρητορικής των αλυτρωτισμών, και προλειαίνουν το έδαφος για καταστροφικές εξελίξεις. Ας μην παραμυθιαζόμαστε… 
Τρίτον γιατί τα χρόνια της 25ετούς αναφοράς, όχι μόνο δεν έχει παραμείνει στάσιμο ως πρόβλημα, αλλά αντιθέτως εμφανίζεται ως δυναμικά εξελισσόμενο με διάσταση πολυπαραγοντική, αφού…

  • ΚΑΙ βαρύ φορτίο ξέφρενου αλυτρωτισμού επενδύθηκε σε αυτό από τη Σκοπιανή ηγεσία…
  • ΚΑΙ μια εκρηκτική διεργασία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, και η οποία σχετίζεται με την επικίνδυνη συνεύρεσή του σε συγκρουσιακή θέση με τον Αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό…
  • ΚΑΙ στα πλαίσια αυτής του της συγκρουσιακής εξαλλαγής, εντάσσεται με τρόπο απροκάλυπτο στην επιθετικά αναθεωρητική εξωτερική πολιτική της Άγκυρας. Αλλά… 
  • ΚΑΙ η συμμετοχή του στους Αμερικανικούς σχεδιασμούς εμφανίζεται αναβαθμισμένη, στα πλαίσια μιας ευρύτερης σύγκρουσης στρατηγικών στο γεωπολιτικό θέατρο των Βαλκανίων.

Το να επιχειρεί λοιπόν ο κ. Κοτζιάς, να αποσπάσει το πρόβλημα από το περιβάλλον σειράς παραμέτρων που του προσδίδουν συγκεκριμένη φυσιογνωμία και ρόλο στις γεωστρατηγικές διεργασίες της ευρύτερης περιοχής, δεν συνιστά πράξη ευθύνης στην επιεικέστερη των περιπτώσεων.
Το να επιχειρεί παράλληλα με αυτό,  να εμφανίσει την απόλυτα δουλοπρεπή επιλογή του ιδίου και της κυβέρνησης στην οποία συμμετέχει, ως «ιστορική ευκαιρία», επιδιώκοντας να καταστήσει και την κοινωνία όμηρο επιλογών εξαπάτησης ιδιαιτέρως επικίνδυνων για τη χώρα, συνιστά πράξη πρωτοφανούς εθνικής ανευθυνότητας στην επιεικέστερη των περιπτώσεων.
Το να επιχειρεί τέλος να εμφανίσει εν πολλοίς ως πορεία θριάμβου, μια σειρά από επιλογές μέσα από τις οποίες η χώρα σύρεται σε μια δήθεν διαπραγμάτευση για ζητήματα κυριαρχίας, με την εθνική της κυριαρχία εκχωρημένη πλήρως, και με τη δουλοπρέπεια να αναγορεύεται σε επίσημη πλέον “εθνική πολιτική”, μόνο δεινά μπορεί να συσσωρεύσει για τον τόπο.
Και στο βαθμό που ο κ. Κοτζιάς, αρνείται να δραπετεύσει από αυτό τον επικίνδυνο κατήφορο, αυτό συνιστά μια επιλογή αποκαλυπτική, και για τον ύποπτο όσο και επικίνδυνο ρόλο του σε τελευταία ανάλυση.

Επίλογος…

Η «ιστορική ευκαιρία» για την δήθεν επίλυση χρονιζόντων προβλημάτων, την οποία επικαλείται ως φλουρί Κωνσταντινάτο ο κ. Κοτζιάς και η Ελληνική κυβέρνηση, δεν έχει εθνική ταυτότητα… δεν έχει καμία σχέση με την προάσπιση εθνικών προτεραιοτήτων… δεν σχετίζεται με την άσκηση κανενός είδους εθνικά κυρίαρχης εξωτερικής πολιτικής… και εν τέλει δεν συμβάλει στην εδραίωση της ειρηνικής συνύπαρξης και την οριοθέτηση κανόνων καλής γειτονίας, στο ιδιαιτέρως και ιστορικά ασταθές περιβάλλον της Βαλκανικής.
Είναι μια ψευδεπίγραφη δήθεν «ευκαιρία», κατασκευασμένη από τρίτους και για λογαριασμό τρίτων… μια ευκαιρία παγίδευσης ολόκληρης της Βαλκανικής σε επικίνδυνους σχεδιασμούς… στην οποία η χώρα μας, όχι μόνο δεν έχει λόγο να ενσωματωθεί, αλλά αντιθέτως, στα πλαίσια μιας εθνικά κυρίαρχης εξωτερικής πολιτικής, έχει κάθε λόγο να αποτρέψει την στρατηγική της ευόδωσή στην κατεύθυνση που επέλεξαν οι Αμερικανοί, και οφείλει να το πράξει, αρνούμενη να καταστεί η γεωπολιτική Ιφιγένεια για την προώθηση των επικίνδυνων σχεδίων τους.
Η αποτελεσματική διαχείριση αυτών των προβλημάτων στο πλαίσιο μιας σύγχρονης αντίληψης για την περιφερειακή ασφάλεια, απαιτεί και επιβάλει να μην αντιμετωπίζονται αυτά τα προβλήματα, ως «ιστορικές εκκρεμότητες» απροσδιορίστου ταυτότητας και φυσιογνωμίας, αλλά ως ενεργές πληγές που ανατροφοδοτούν τη διαρκή αστάθεια στη Βαλκανική.
Γι αυτό και η αντιμετώπισή τους, δεν μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα ψευδεπίγραφων «αντιεθνικισμών» που παραχωρούν ζωτικό χώρο σε εθνικισμούς και αλυτρωτισμούς τρίτων, αλλά θα πρέπει να είναι ενταγμένη σε μια ενιαία αντίληψη μιας ολοκληρωμένης και απολύτως επεξεργασμένης Βαλκανικής στρατηγικής, μακριά από τυφλούς εθνικισμούς αλλά και χωρίς εκπτώσεις στα αυτονόητα.
Η Ελληνική κυβέρνηση όσο είναι ακόμη νωρίς, οφείλει να μη διολισθήσει αλλά αντίθετα να ανακόψει τις πρακτικές ευόδωσης αυτής της καθ υπαγόρευση διαδικασίας, και να επανακαθορίσει κανόνες ικανούς να οδηγήσουν σε λύση βιώσιμη χωρίς ανεπίτρεπτες εθνικές παραχωρήσεις.
Οφείλει να σταματήσει εδώ και τώρα την καθ υπαγόρευση εξαπάτηση του Ελληνικού λαού, και να αναλογιστεί τις βαρύτατες ιστορικές ευθύνες που αναλαμβάνει.
Όχι μόνο γιατί οι στρατηγικές ήττες που καταγράφονται εν καιρώ Ειρήνης ως αποτέλεσμα ταπεινωτικών υπογραφών, είναι οριστικές και ουδέποτε ανακτώνται…
Αλλά κυρίως γιατί αυτές οι υπογραφές τη ντροπής που δρομολογούνται δια χειρός του κ. Κοτζιά και με οδηγό τις υποτελείς συμφωνίες του κ. Τσίπρα, όχι μόνο δε συνιστούν κανενός είδους πανηγυρική λύση του προβλήματος, αλλά θα αποτελέσουν μια ανεξίτηλη σφραγίδα ενοχής, που θα πυροδοτήσει έναν νέο κύκλο αστάθειας στη Βαλκανική, με σοβαρή την πιθανότητα οι σελίδες του να γραφτούν ακόμη και με αίμα…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας