Κριτική: Έκτορα Λυγίζου – Βάκχες του Ευριπίδη με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Λάρισας στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, 14-15 Ιουλίου.

4140
θεσμοφοριάζουσες

Στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου ο σκηνοθέτης Έκτορας Λυγίζος ανέβασε τις Βάκχες του Ευριπίδη αναγνωσμένες με τον δικό του, ιδιαίτερο και πάντα ενδιαφέροντα τρόπο. Πρόκειται για τις δεύτερες Βάκχες του (οι πρώτες τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχαν ανέβει στον υπόγειο χώρο του θεάτρου του Νέου Κόσμου) που σηματοδοτούν ταυτόχρονα και τη δεύτερη έλευσή του στο αργολικό θέατρο· η πρώτη συνέβη το 2014 με τον αισχύλειο Προμηθέα Δεσμώτη, εγείροντας ζητήματα, και τότε όπως και τώρα, σχετικά με την «ορθή» παρουσίαση των τραγικών έργων στην Επίδαυρο.

Οι Βάκχες, ίσως το τελευταίο έργο του νεότερου από τους τρεις τραγικούς, διδαγμένο λίγο πριν πεθάνει το 406 π.Χ., είναι μια τραγωδία έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενη και «προβληματική» για να την ερμηνεύσει κανείς, και γι’ αυτό άκρως γοητευτική. Αν και αποτελεί ακροτελεύτιο λίθο της αθηναϊκής τραγωδίας του 5ου αιώνα (μαζί με την Ιφιγένεια εν Αυλίδι του ίδιου ποιητή και τον Οιδίποδα επί Κολωνώ του Σοφοκλή), μας μπερδεύει επειδή από πολλές απόψεις και κυρίως θεματικά (η παρουσία του Διονύσου ως δραματικό πρόσωπο και του θιάσου του) παραπέμπει στα αρχικά στάδια της δημιουργίας του τραγικού είδους. Έργο, με λίγα λόγια, έτοιμο «για να δοκιμάσεις και να δοκιμαστείς μαζί του», όπως επιχειρούν πάρα πολλοί καλλιτέχνες του ευρύτερου χώρου της τέχνης σε όλο τον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες, μετά, δηλαδή, τη θεατρική παραγωγή σταθμό του σκηνοθέτη Richard Schechner Dionysus in ’69 (1968), βασισμένη στις Βάκχες, που έφερε στο προσκήνιο, με έντονα τελετουργικό ύφος, το παραγνωρισμένο από τον θεατρικό κόσμο συγκεκριμένο ευριπίδειο έργο.

Η πλοκή των Βακχών αναφέρεται στην έλευση του Διονύσου στη Θήβα από τη μακρινή Ανατολή με σκοπό να εγκαθιδρύσει τη νέα του θρησκεία. Η πολιτική εξουσία, όμως, του το αρνείται σθεναρά κι αυτός εκδικείται τρέποντας τις γυναίκες της πόλης σε μαινάδες και στέλνοντάς τες στο βουνό, επιδιδόμενες σε οργιαστικές τελετές· ανάμεσά τους βρίσκεται και η ίδια η μητέρα του Θηβαίου βασιλιά Πενθέα, Αγαύη, η οποία θα κατασπαράξει τελικά με τα χέρια της τον γιο της, όταν αυτός, παρασυρμένος από τις προτροπές του μεταμφιεσμένου σε Ξένο Διονύσου, πάει να τις κατασκοπεύσει. Το έργο τελειώνει με την όψιμη –κατά τεκμήριο στην τραγωδία– συνειδητοποίηση των ενόχων για το σφάλμα που διέπραξαν και τη συνακόλουθη βαριά τιμωρία που τους επιβάλλει ο θεός. Το σώμα του Πενθέα ανασυντίθεται για να ταφεί και η βασιλική οικογένεια εξορίζεται.

Ο Λυγίζος επιχειρεί μια αντισυμβατική προσέγγιση-ανάγνωση σε σχέση με ό,τι μέχρι σήμερα έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε υπό τον τίτλο Βάκχες. Αφήνει επιδεικτικά στην άκρη τα χορικά του έργου και τις μαινάδες τους, και επικεντρώνεται στον λόγο των επεισοδίων και στους οκτώ ηθοποιούς που υποδύονται τους ρόλους. Οι προηγούμενες Βάκχες του (τότε μάλιστα οι ηθοποιοί ήταν μόλις τρεις), αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία εξελίσσει τη ρηξικέλευθη παραστασιακή του πρόταση για το μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου. Αν και έχουμε μάθει να βλέπουμε τη συλλογικότητα στην αρχαία τραγωδία αποκλειστικά μέσα από την παρουσία του Χορού, ο Λυγίζος ανατρέπει τις σταθερές με μεγάλη επιτυχία. Ομαδοποιεί βαθμιαία τα πρόσωπα του έργου σε ένα σύνολο, κατασκευάζοντας μια οικεία για τα σημερινά δεδομένα συλλογικότητα, όπου τα εξατομικευμένα της κομμάτια παραμένουν διακριτά, γιατί το προσωπικό όφελος πάντα επισφραγίζει τις συμμαχίες και «τραυματίζει» τις ενσωματώσεις. Σε αυτό το περιβάλλον ο Πενθέας δεν είναι πια ο δικτάτορας που καταπιέζει τους υπηκόους του, αλλά το θλιβερό «κατασκεύασμα» του συλλογικού οργάνου των πολιτών, που αποφεύγει να αναλάβει την ευθύνη μιας απόφασης. Τον χρήζει ηγέτη, ακόμα αμούστακο αγόρι (εξαιρετική η επιλογή να παίξει το πρώτο μέρος του ρόλου η Μαρία Πρωτόπαππα), για να φορτωθεί τη «συλλογική» ευθύνη, κι έπειτα τον τρέπει σε εξιλαστήριο θύμα, έτοιμο να άρει τις αμαρτίες της κοινότητας (ο Βασίλης Μαγουλιώτης αναλαμβάνει στη συνέχεια το ρόλο έχοντας την όψη χριστιανού Σωτήρα). Ο Διόνυσος σε μια παράλληλη, αντιστικτική πορεία με τη συγκρότηση της μορφής του Πενθέα, παρουσιάζεται βαθμιαία διασπασμένος σε όλα τα πρόσωπα του έργου που εκφέρουν το λόγο του, θέτοντας και πάλι το ζήτημα αν τελικά μπορεί να υπάρξει θεός έξω από την ανθρώπινη διάνοια.

Εκτός από τον αρκετά αποστασιοποιημένο και φορμαλιστικό λόγο, εξαίσια δουλεμένο σε σημαίνουσες συνεκφωνήσεις-συλλογικότητες (δύο, τριών έως και οκτώ φωνών) από όλους τους ηθοποιούς, στο ίδιο μήκος κύματος λειτούργησε και η όψη της παράστασης. Τα υπέροχα κοστούμια ήταν σχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε με μιας και με ένα ευφάνταστο τέχνασμα να χάνουν την κοσμική τους πολύχρωμη και χρυσοποίκιλτη εμφάνιση και να τρέπονται στις λευκές στολές των μυημένων. Σιγά σιγά όλοι πέρασαν από την κατάσταση του πολίτη σε εκείνη του πιστού (οπαδού;) της νέας θρησκείας. Ένας ένας εξομοιωνόταν και εντασσόταν στο νέο συλλογικό σώμα (αδιευκρίνιστα θρησκευτικο-πολιτικό), το οποίο, τελικά, και με ελαφριά την καρδία, «θα εκτελέσει» τον ηγέτη του. Τον δεύτερο αγγελικό λόγο, που περιγράφει το τέλος του Πενθέα, καθώς επίσης και τον επιλογικό του Διονύσου, στον οποίο ανακοινώνεται ως ετυμηγορία η τιμωρία των ενόχων, τους εκφέρει όλη η λευκοντυμένη, «άσπιλη» πόλη. Μια πόλη, ωστόσο, που πατά στο μοναδικό σκηνογραφικό στοιχείο της παράστασης, ένα «δυσοίωνο» βιολετί καραβόπανο.

Η πρωτότυπη οπτική υποστηρίχτηκε από όλους τους συντελεστές ανεξαιρέτως: Το σύνολο των ηθοποιών: Αργύρης Πανταζάρας (Διόνυσος), Βασίλης Μαγουλιώτης (Πενθέας), Μαρία Πρωτόπαππα (Πενθέας), Ανθή Ευστρατιάδη (Άγγελος), Έκτορας Λυγίζος, Άρης Μπαλής (Άγγελος) και ξεχωριστά, για το υπέροχο δίδυμο που μας χάρισαν, Ανέζα Παπαδοπούλου (Κάδμος) και Χρήστος Στέργογολου (Τειρεσίας), φώτισε και την παραμικρή πτυχή της δραματουργίας. Η σκηνογραφία και τα κοστούμια της Κλειώς Μπομπότη μένουν αξέχαστα για την αισθητική αλλά και για την απόλυτη συνεργασία τους με τη συνολική ιδέα της παράστασης. Επίσης ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στη φωνητική προετοιμασία της Ρηνιώς Κυριαζή, στη σωματική προετοιμασία της Βίκυς Παναγιωτάκη, στον φωτιστή Δημήτρη Κασιμάτη και φυσικά στην ουσιαστική παρουσία της δραματολόγου Κατερίνας Κωνσταντινάκου.

*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι Διδάκτωρ Θεατρολογίας

1 σχόλιο

  1. Δεν το ξ3ρω αυτό το έργο.Στην περιφέρεια σπάνια μας δίνεται η δυνατότητα να δούμε αρχαίο θέατρο.Διαβάζοντας όμως το κείμενό μου δημιουργούνται κάποιες σκέψεις.Στους καιρούς που ζούμε,πηγαίνει το μυαλό μου στο πονηρό.Το αμούστακο αγόρι χρήζεται από τη συλλογικότητα των πολιτών βασιλιάς.Αλλά έχει κ τα τυχερά του,εδώ που τα λέμε.Υπάρχει πιο ζηλευτή θέση από το θρόνο του βασιλιά; Και καλά να ήτανε παιδί.Τα παιδιά κάποτε μεγαλώνουν.Οι λαοί έχουν σαν συλλογικότητα από ηθικής πλευράς,χωρίς αμφιβολία, τις ευθύνες τους κ τις πληρώνουν έτσι κι αλλιώς πολύ ακριβά.Αλλά κ το άτομο έχει προσωπική ευθύνη για τις επιλογές του κ αυτό καμιά συλλογικότητα δεν μπορεί να του το αφαιρέσει,πολύ περισσότερο όταν αυτές οι επιλογές αποφασίζουν κ για τις ζωές των άλλων.Ή αναλαμβάνει κανείς μαζί με το αξίωμά του κ την ευθύνη που απορρέει απ’ αυτό ή αλλιώς το παραχωρεί σε όποιον θέλει να αναλάβει.Μια παράσταση με το σχετικό θέμα δε θα έπρεπε,κατά τη γνώμη μου,σε καμιά περίπτωση να αγνοεί αυτό το στοιχείο κ να βλέπει στον αξιοματούχο απλά κ μόνο ένα θύμα.Ευτυχώς η ζωή δεν το αγνοεί,όπως αποτυπώνεται κ στην τραγωδία.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας